“Κι όμως τα δάκρυα στέγνωσαν… Τα δάκρυα ήταν κροκοδείλια… Κι αποδείχτηκε περίτρανα απ’ το Μαξίμου πρώτα και τις Σέρρες ίσα με τον Έβρο και την Πελοπόννησο ύστερα.”
“Νύχτα, 22ας Μαΐου 1963· ένας άνδρας, μετρίου αναστήματος, μόλις εξέρχεται του κτηρίου…”
Με το κεφάλι ψηλά κι’ ολοκάθαρη σκέψη και ματιά…
“Με τρύπια χέρια, με σχισμένες παλάμες, με μια παλιά απόχη, μαζεύω αέρα…”
“«Ζεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς» φώναζε παθιασμένα ο λαός Κι είχαν συγκινηθεί βαθιά ο Παρθενώνας κι ο Λυκαβηττός Κι έραινε μ’ αχτίδες το φέρετρό σου ο ήλιος ο φλογερός Και στον αγέρα σπαρμένος ένας ύμνος δοξαστικός.”
“…κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές που τον βαστούσαν φυλακισμένο, κατεβαίνει ο Χριστός με ένα τσιγάρο στο αυτί, με τραγιάσκα ψαρά και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής…”
“…πολύ πονέσαμε σύντροφοι, πολύ ξαγρυπνήσαμε πολύ μακριά κοιτάξαμε· από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. – δικό μας αίμα·
…ο δρόμος φεύγει γρήγορα η Ιστορία δε γυρίζει πίσω…”
“Η ανθρωπιά η ενωμένη, με τ’ άδικο αν μετρηθεί, αυτός ο κόσμος που πεθαίνει, απ’ την αρχή θα γεννηθεί!”
“Κι η εξουσία στο κεφάλι σου από πάνω, Ξέρει για σένα πάντα ποιο είναι το σωστό, Όταν κλέβει και σκοτώνει, να ψηφίζεις, «με τ’ άλλο χέρι, το δεξί είναι το καλό».”
“Στις είκοσι μια του Μάη, ρίξε το σφυρί – δρεπάνι, για να κοκκινίσει η κάλπη Όλοι τους να φοβηθούνε, όμορφοι καιροί να ’ρθούνε…”