“Χορεύει ο θάνατος ζεϊμπέκικο βαρύ Ματώνει τ΄ όνειρο στης γης τη βλεφαρίδα, Κύμα ο κόσμος σε μια θάλασσα πικρή, Κι ο έρωτάς σου μια λεύτερη πατρίδα…”
“Από τραγωδίες λαών βγαλμένοι τραγουδώντας στις απλωσιές των δέντρων χορεύοντας στου κόσμου τις πλατείες θα σου ορκιστούμε όρκο πρωτόγνωρο…”
Κι αν τα όνειρά μου τα ’βλεπαν κι εκείνα Θα μ’ έσερναν στην γκιλοτίνα Μα εντάξει, Μάνα, αυτή η ζωή μάς απομένει.
“Κι όμως τα δάκρυα στέγνωσαν… Τα δάκρυα ήταν κροκοδείλια… Κι αποδείχτηκε περίτρανα απ’ το Μαξίμου πρώτα και τις Σέρρες ίσα με τον Έβρο και την Πελοπόννησο ύστερα.”
“Νύχτα, 22ας Μαΐου 1963· ένας άνδρας, μετρίου αναστήματος, μόλις εξέρχεται του κτηρίου…”
Με το κεφάλι ψηλά κι’ ολοκάθαρη σκέψη και ματιά…
“Με τρύπια χέρια, με σχισμένες παλάμες, με μια παλιά απόχη, μαζεύω αέρα…”
“«Ζεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς» φώναζε παθιασμένα ο λαός Κι είχαν συγκινηθεί βαθιά ο Παρθενώνας κι ο Λυκαβηττός Κι έραινε μ’ αχτίδες το φέρετρό σου ο ήλιος ο φλογερός Και στον αγέρα σπαρμένος ένας ύμνος δοξαστικός.”
“…κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές που τον βαστούσαν φυλακισμένο, κατεβαίνει ο Χριστός με ένα τσιγάρο στο αυτί, με τραγιάσκα ψαρά και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής…”
“…πολύ πονέσαμε σύντροφοι, πολύ ξαγρυπνήσαμε πολύ μακριά κοιτάξαμε· από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. – δικό μας αίμα·
…ο δρόμος φεύγει γρήγορα η Ιστορία δε γυρίζει πίσω…”