“Έκανες περιοδείες κι έβγαζες λόγους στα γύρω χωριά Και σ’ αγκάλιαζαν με θέρμη άνδρες, γυναίκες και παιδιά Κι οι τσιφλικάδες οργίζονταν και φρούμαζαν σαν ταύροι Κι έχυναν πύο απ’ την ψυχή τους την άραχλη και μαύρη…”
“Αν οι ζωές μετρούσαν, δε θα ‘τανε παιδιά, Που ούτε καν προφταίνουνε να γίνουνε μεγάλοι. Δε θα μετρούσαν μοναχά τουφέκια και σπαθιά, Ούτε πνευμόνια θα ‘τανε ξερά, χωρίς αέρα…”
“κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση κι ας καρπωθούνε ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι, μέσα στη μέθη του κέρδους δεν θα υποψιαστούν την αγάπη μας, την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε σταγόνα – σταγόνα χύνοντας, το αίμα μας.”
“μην περιμένεις, αγάπη μου, να σε φιλήσω, δεν έχω σώμα, τώρα έγινα αριθμός…”
“Είμαστε ευγνώμονες που μες τη συντριβή μας εκδίδουμε πια ηλεκτρονικά τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου μας.”
“Τύφλωση για το μυαλό, για τ’ αυτιά και για τα μάτια, μ’ ένα ψέμα απατηλό, για του αφέντη την πραμάτεια…”
Κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή και αμέσως μετά οι συγκεντρωμένοι βροντοφώναξαν: «Το έγκλημα αυτό δεν θα ξεχαστεί, όλων των νεκρών να γίνουμε φωνή»
“…θα μυρίζουν οι ντομάτες απ’ τον κήπο και θα λάμπουμε στο φως των ημερών. Ναι, το ξέρω πως θα γίνουν όλα αυτά, Μα θα είμαι εξήντα τέσσερα χρονών…”
Στις αμμουδιές του Ομήρου γεννημένος Κι ως τον δικό μας βούρκο αναστημένος
“Είχε τρέξει στο δάσος Και ονειρεύονταν τον ουρανό Γιατί λυπότανε Που δεν της έμειναν λουλούδια…”