Ως κομμουνιστής συγγραφέας δεν μας δανείζει τα μάτια του για να βλέπουμε, αλλά μέσα από το έργο του οξύνει τη δική μας επιθυμία και σκέψη να χρησιμοποιήσουμε τα δικά μας μάτια, να οξύνουμε εμείς τη δική μας ματιά και να αναλάβουμε δράση για ν’ αλλάξει ο κόσμος.
Η μοναξιά της ποίησης είναι η ακατάσχετη οδύνη των γενναίων αναζητητών της πραγματικής αλήθειας. Των ριψοκίνδυνων ανατόμων του νου και της ψυχής που μάχονται νύχτα – μέρα για την ανάσχεση και για την ανατροπή τούτης της επικρατούσας κατάστασης της μετριότητας του φαίνεσθαι.
Από τους τελευταίους της γενιάς εκείνης των διανοούμενων και λογοτεχνών που με τους αγώνες τους, με τη στάση ζωής και με το έργο τους «ποίησαν ήθος», ταυτίστηκαν με τα πάθη και τους πόθους του λαού, ενώθηκαν – έργω και λόγω – με αυτόν, διακινδυνεύοντας και παθαίνοντας τα πάντα για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και προκοπή του λαού.
«…Βλέπω το τέρας. Είμαι κομμάτι του συστήματος. Υπέγραψα το συμβόλαιο. Μόλις τώρα διαβάζω το υπόλοιπο. Αυτό το μπουλόνι ανήκει σε μια βόμβα. Αυτό το μπουλόνι είμαι εγώ. Πώς δεν το είδα…» Ποίημα του φιλειρηνιστή Ισραηλινού πυρηνικού τεχνικού Μορντεχάι Βανούνου, που… ως εχθρός της πατρίδας του υπέστη διωγμούς, πολυετή φυλάκιση, και περιορισμούς που συνεχίζονται ως τις μέρες μας…
Ιδρώτας μες τα μάτια μου, κάρβουνο στα ρουθούνια, Και μια σταγόνα ουρανός για τους απελπισμένους, Μυρίζει νομοτέλεια, άνθρωποι και γουρούνια, Παράλογο κι αθώωση στους καταδικασμένους.
“Ανάβω το καντήλι της μνήμης με λάδι από το Ικόνιο, έναν αιώνα τώρα… Τα δυο τα φίδια που με κρατάγανε, οι Αγγλογάλλοι, μου έφαγαν τα δάχτυλα, μα εγώ ολονυχτίς τ’ ανάβω…”
Η ταξική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, οι εργατικοί αγώνες και η καταστολή τους, συχνά ένοπλη με τραυματίες και νεκρούς, συνιστούν το κοινό ιστορικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο οι δύο αφηγήσεις φιλοτεχνούν δύο διαφορετικές και αντιστικτικές μεταξύ τους εργατικές ταξικές εμπειρίες και ταυτότητες.
Σαν σήμερα, στις 4 του Αυγούστου 1991, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
“Ένα φεγγάρι κόκκινο, σα να σταλάζει αίμα Από αόρατες πληγές στη θάλασσα να τρέξουν, Νομίζουν πως θα γιατρευτούν, αλλά αυτό είναι ψέμα, Γιατί μαχαίρια άμα βρουν, πάλι μ’ αυτά θα παίξουν…”
Και δεν θα σταματήσω να πορεύομαι μήτε στιγμή στις ένθερμες μέρες και στις παθιασμένες νύχτες, μέχρι να διεισδύσει στις φλέβες μου όλη η αλκή τούτου του ανεξάντλητου καλοκαιριού…