“Ανάβω το καντήλι της μνήμης με λάδι από το Ικόνιο, έναν αιώνα τώρα… Τα δυο τα φίδια που με κρατάγανε, οι Αγγλογάλλοι, μου έφαγαν τα δάχτυλα, μα εγώ ολονυχτίς τ’ ανάβω…”
Η ταξική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, οι εργατικοί αγώνες και η καταστολή τους, συχνά ένοπλη με τραυματίες και νεκρούς, συνιστούν το κοινό ιστορικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο οι δύο αφηγήσεις φιλοτεχνούν δύο διαφορετικές και αντιστικτικές μεταξύ τους εργατικές ταξικές εμπειρίες και ταυτότητες.
Σαν σήμερα, στις 4 του Αυγούστου 1991, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
“Ένα φεγγάρι κόκκινο, σα να σταλάζει αίμα Από αόρατες πληγές στη θάλασσα να τρέξουν, Νομίζουν πως θα γιατρευτούν, αλλά αυτό είναι ψέμα, Γιατί μαχαίρια άμα βρουν, πάλι μ’ αυτά θα παίξουν…”
Και δεν θα σταματήσω να πορεύομαι μήτε στιγμή στις ένθερμες μέρες και στις παθιασμένες νύχτες, μέχρι να διεισδύσει στις φλέβες μου όλη η αλκή τούτου του ανεξάντλητου καλοκαιριού…
“Ακόμη δεν έγινε ο άνθρωπος; Ακόμη τα Χαμηλόνεφα που μας γιομίζουνε δάκρυα; Ακόμη το Χέρι που χτυπάει νομίμως στις πλάτες; Ακόμη το Πόδι που κλωτσάει με μίσος κεφάλια; Ακόμη το Δάχτυλο στη σκανδάλη που πιέζει για Αίμα;”
Εμείς, οι επιζήσαντες, Σε ποιους χρωστάμε τη ζωή μας;
Έγκλημα διαρκείας! Οι φωτιές είναι εθνικές τραγωδίες! Το κράτος άδειο κουφάρι με μηδέν συναίσθημα. Ανικανότητα, ασυνειδησία, εγκληματική ηλιθιότητα;
Κι αν του Μπατίστα οι γιοι είχαν του Αβέλ τα μάτια ξεριζώσει Και τα ’δειχναν στην αδερφή του την Αϊδέε για να προδώσει…
“Αν ο Καρυωτάκης μέχρι τα 32 του και με τον «ίλιγγο του κινδύνου» που τον διακατείχε, έγραψε όσα έγραψε, εξέφρασε όσα εξέφρασε, τη στιγμή που άλλοι άξιοι ποιητές στην αντίστοιχη ηλικία δεν είχαν ακόμα διαμορφώσει πλήρως τα εκφραστικά τους χαρακτηριστικά, μέχρι πού θα μπορούσε να είχε φτάσει δημιουργικά αν συνέχιζε να ζει και δεν αυτοκτονούσε;”