“Το πάθος τους το έκαμαν σημαία, να βάλουν στο ζυγό τους ηττημένους, να ζήσουνε εις βάρος τους λαθραία, στους μαύρους τους καιρούς, τους κολασμένους…”
“Δε χρειάζεται πολύ για να γεμίσει τρέλα ο νους, ο κόσμος φθείρεται, τελειώνει, στον ίδιο δρόμο που μισήσαμε, στο ίδιο λιμάνι που αγαπήσαμε το λυπημένο καράβι της παντοτινής αναχώρησης…”
Θάνατος Γράφουνε οι αναμάρτητοι Στα σκοτεινά παντζούρια
“Άφησέ με να πνιγώ στην σκοτεινή θάλασσα του έρωτα σου…”
“Όχι Βλαδίμηρε! Έπρεπε να μείνεις στη ζωή ως τα βαθειά σου γεράματα. Ίσως κάτι να έσωζες απ’ το κακό σαράκι που τρύπωσε στο κορμί της Επανάστασης…”
Στα χειρόγραφα του εμβληματικού πια κομμουνιστή από τις φυλακές της Κέρκυρας, που διέσωσε ο Δρομάζος, συμπεριλαμβάνονταν δύο κομμένα φύλλα βιβλίου με το κείμενο ενός ποιήματος «που ξεχωριστά αγαπούσε – και ένιωθε – ο Ν.Μ.», όπως σημειώνεται στην έκδοση «Κείμενα από την απομόνωση» με την εργασία του Ν. Μπελογιάννη, που κυκλοφόρησε τις αρχές της δεκαετίας του 1980
To νέο βιβλίο της Αριστέας Σερεμέτη “ΕΝΝΕΑ και ΕΙΚΟΣΙΟΚΤΩ”, μέσα από τη μυθιστορηματική πλοκή των ζωών τεσσάρων προσώπων, διανύει έναν χρονικό όγκο ιστορικής μνήμης και αποτύπωσης ιχνών.
“Οι μισοί σημαδεμένοι απ’ τ’ αγκάθι της μετανάστευσης, πρόσφυγες και άστεγοι, και κείνοι οι δραπέτες απ’ τις εξορίες, πιο λίγοι από τις φυλακές της ασωτίας…”
Στο πολύχρονο ταξίδι του στις Φυλακές και τα Κάτεργα της Ελλάδας, ο Φώτης Αγγουλές συγκρούστηκε με την εκμεταλλευτική κοινωνία και πάντα κονταροχτυπήθηκε και ποτέ δε σταμάτησε να δημιουργεί, να αισιοδοξεί, για τη νίκη, για το ξεσκλάβωμα του Ανθρώπου.
“Ν’ ανέβω τα Όρη τα Λευκά από ψηλά να σ’ αγναντεύω πόλη μου. Του γιασεμιού η μυρωδιά των ερώτων οι χαρές κι οι καημοί καθώς του βιολιού και της λύρας το άκουσμα, ως εδώ πάνω…”