Σαν σήμερα, την Πρωτοχρονιά του 1912 γεννήθηκε στις Κροκεές της Λακωνίας ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος.
Ένα άλμπουρο λαμπρό είν’ η Κούβα που το βλέπουν / να βγαίνει απ’ τα πηχτά σκοτάδια κι απ’ τα χάη, / σαν δέντρο από της Καραϊβικής το κύμα / κι απ’ τους καημούς της τους αρχαίους γεννημένο: / Από παντού είναι ορατή η φυλλωσιά του / κι οι σπόροι του στη γη βαθιά είναι ριζωμένοι…
“Δεν αλλάξανε λοιπόν τα δεδομένα Κι ο αφέντης στο κεφάλι μου να σκύβει, Να ρουφάει τη ζωή απ’ τη ζωή μου Κι ολοένα το κορμάκι μου να στύβει…”
“…Αντέχω τους κατατρεγμούς, μα και τα μοιρολόγια. Αγάπησα παράφορα τον κόσμο της ανάγκης. Αφιέρωσα τη νιότη μου στου έρωτα τη ζάλη…”
Τα γαλάζια μάτια του έκρυβαν την παγωμένη αστραπή του ατσαλιού που εμφανιζόταν όταν τον καλούσαν σε δράση, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις…Και, παρότι τα λιονταρίσια χαρακτηριστικά του ήταν εκεί, δεν του έλειπε μια κάποια τρυφερότητα, ένα ίχνος γυναικείων χαρακτηριστικών που μαρτυρούσε τη συναισθηματική του φύση…
Ένας μεγάλος ποιητής είναι πρώτ’ απ’ όλα ένας μεγάλος Νους. Και μία μεγάλη Αρετή. Ο Κάλβος ήταν όλα τούτα και σε πρώτο βαθμό. Αγάπησε με πάθος τους πολεμάρχους, τραγούδησε τους ηρωισμούς των στεριάς και πελάγου, έκλαψε με τις ατυχίες τους και μίσησε, όσο κανένας άλλος τα δυο μαύρα στίγματα κάθε ιερού αγώνα: τους ντόπιους «προδότες» και τους ξένους «προστάτες».
“Πτωχή, πλην τίμια Ελλάς Τα συλλογιέσαι και γελάς Είσαι το θύμα…”
“…ΕΣΣΔ, στο γιγάντιο σου κορμό κυλάει ανοίξεων οργασμός κ’ είσαι τραγούδι κ’ είσαι φως στης εργατιάς το στόμα — πλάθεις μαζί και πλάθεσαι, σου φέγγει ο Σοσιαλισμός κ’ η ελπίδα η πανανθρώπινη σου ανθοβολάει το χώμα…”
“Περισσότερο από τη βία το ψέμα είναι εκείνο που σηκώνει σαν Άτλας τα συμφέροντα. Γιατί ενώ στη βία του άλλου μπορείς ίσως ν’ αντιτάξεις τη βία τη δική σου, στο ψέμα μνέσκεις καταευχαριστημένος και μάπας «εκατονταπενηντάχρονος»”
“Γιορτές πλησιάζουν! Παντού ηχούνε μουσικές Φωταγωγία. Σε κάποιους μοιάζουν Μέρες με πόνο της ψυχής Κι υποκρισία…”