Ξαφνικά κάτι λαμπυρίζει. Αντιδρά άμεσα και όλοι οι δύτες μαζί σπεύδουν προς το μέρος του θησαυρού. Συντονισμένοι και ψύχραιμοι σ’ αυτήν την ακραία συνθήκη, καταφέρνουν και σταματούν τη βύθιση του 37χρονου άντρα και τον φέρνουν ξανά στην επιφάνεια. Ο παλμός του ακούγεται ξανά και τα φώτα στο μόνιτορ παύουν ν’ αναναβοσβήνουν. Το μόνο που επιτρέπουν οι δύτες στον εαυτό τους πριν ξαναβουτήξουν είναι μια βαθιά ανάσα.
“Σ’ αυτήν εδώ την άκρη στην άκρη της Μεσογείου μεσοπέλαγα, μόλις χέρια φαίνονται βοήθεια ζητάν εμεσοπέλαγα πνίγεται η περηφάνια του ανθρώπου…”
“Κάτι χειρότερο από γερατειά η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα…”
η εξουσία δεν εννοεί / να καταλάβει ότι / εξακολουθεί να μάχεται / γλυκά, πεισματικά / για την ευτυχία / του ανθρώπου
«Μα δε δίνω πεντάρα τι θα σκεφτεί ο κόσμος…» – Το «ακατάλληλο» στην Ελλάδα του 1962 «Τρίτο στεφάνι» καθιέρωσε τον Κώστα Ταχτσή στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας
Φυλάξτε τα βιβλία σας. Αύριο, μεθαύριο, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο και εφ’ όσον θα έχετε κινήσει, φτάσει και δε θα έχετε κομματιαστεί σ’ έναν πόλεμο, με τα βιβλία θα αρχίσετε να ξαναζείτε. Μην ξεγελιέστε, ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μονάχα μια φορά…
“Ξανάπιασε η μπόχα απ’ της πηγάδας το λαιμό…”
“Μου ’παν για την έγνοια που σε δέρνει και τον πόνο σου για μένα τον πνιχτό παίρνεις, λένε, τα σοκάκια τυλιγμένη στο φτενό, παλιομοδίτικο παλτό…”
– Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που κάνω, είπε. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα, γιατί δεν ενοχλείται κανείς. Ίσως νάναι όλοι τους πεθαμένοι…
“Σε βρήκα κάποια νύχτα σ’ ένα στίχο και κύλισε το δάκρυ μου στο χώμα, σε είδα στον καθρέφτη σ’ έναν τοίχο στην πόλη που δε γέρασε ακόμα…”