“Τι πάρε δώσε έχουμε μαζί, φαντάροι, κυριακάτικα η ζητάτε από μας, γιατί δεν μας αφήνετε στους δρόμους, μανταλωμένοι πίσω από πόρτες και παράθυρα πνιγόμαστε, πεθαίνουμε από πλήξη, φαντάροι, τι γυρεύετε στη γειτονιά μας;…”
Ήθελαν να αναπτύξουν δράση. Αλλά δεν ήξεραν πώς και με ποια μέσα. Ο μικροαστισμός τους αναζητούσε ανυπόμονα γρήγορες λύσεις και έφτανε μέχρι και τα πιο ακραία μέσα. Έκαναν λόγο πως κάπου υπήρχαν κάτι κρυμμένα όπλα! Και σκέφτονταν, λέει, να τα βρουν, να τα πάρουν και να το σηκώσουν «αντάρτικο»!…
“Αντισταθείτε ΑΝΘΡΩΠΟΙ!! Μονόδρομος είναι ο αγώνας εργάτες μου. Του Στάλιν και του Λένιν. Τώρα μην ξεστρατίσουμε, στου φασισμού το αμπέλι…”
Μέχρι την τελευταία στιγμή με χιούμορ και χαμόγελο στον αγώνα για Δημόσια Υγεία και Περίθαλψη.
“Τότε που οι Αθηναίοι της αγοράς αργόσχολοι είχαν εγκατασταθεί στις έδρες δημοπρατώντας σκλάβους Κι ο Βελουχιώτης αυτόχειρας σημάδευε την καρδιά τους…”
Μα αν ανασηκώσεις τούτη τη βαριά πέτρα που με σκεπάζει, αν ανασηκώσεις τα σαρακοφαγωμένα από την υγρασία ρούχα μου, θα αντικρίσεις τη λαβωμένη μου καρδιά, στεγνή και αφυδατωμένη, μα πάντα απειθάρχητη και αμεταμέλητη…
Από τα παιδικά του χρόνια βίωσε τον εμφύλιο στη χώρα του. Ή μάλλον έμαθε τη ζωή μέσα από τον πόλεμο. Ζωή σημαίνει πόλεμος. Κι ο θάνατος είναι στην καθημερινότητα της ζωής. Όπως το φαγητό ή ένας περίπατος στο δάσος.
Ήταν μια κούρσα παράξενη: Μια κηδεία να καλπάζει, όλο και πιο γρήγορα, μέσα στο δρόμο, μ’ έναν κουτσό παπά γέρνοντας απ’ την κουτσαμάρα του μια δώθε, μια κείθε και μ’ έναν ανθρωπάκο πίσω απ’ το φέρετρο να τού κάνει αντίστιξη, ταλαντεύοντας — έτσι όπως προχωρούσε σπασμένος — το σώμα του αντίστροφα…
“Αντιστάσου στην κοινωνία που σαν ξένη σε κοιτά Αντιστάσου και σε μένα κι ας σ’ αγαπώ για αιώνων κατάλοιπα και για συνήθειες – ίσως – που με βολεύουν να τις κρατάω κάποιες φορές κι εγώ…”
Στο ίδιο μπαρ μες στους καπνούς ως τα χαράματα Φωνή που τρίζει και τα λόγια πέφτουν σκόρπια