Απ’ άκρη σ’ άκρη Μέλι είναι η χώρα μου Κι αναμμένο είναι κάρβουνο Κι άνεμος που δεν στροβιλίζεται Σε πράσινα φύλλα
Το έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι άρρηκτα δεμένο με την Επανάσταση του 1821 και δεν νοείται προσέγγιση στην πνευματική δημιουργία στα χρόνια της Επανάστασης και μετά χωρίς μελέτη του έργου του Σολωμού.
Παίζουνε δυνατά τα σύννεφα πιάνο, ο ουρανός κοκκινόμαυρος, οι μέρες περνούν, η φωτιά επιμένει, ύστερα έρχεται η στάχτη…
Μικραίνει ο χρόνος από την ταχύτητα, στενεύουν οι μέρες, μεγαλώνουν αφόρητα οι νύχτες. Ζεις; Ή απλά επιβιώνεις όπως – όπως;
Έν’ αστεράκι μικρό, νιόβγαλτο, π’ άμα τόξυνες με το νύχι σου θα ξέφτιζε τ’ ασήμι του, είπε να πάει ενάντια στην προσταγή του φεγγαριού… κι ωπ, έδωκε μια πηδηξιά και χάθηκε κατά το νότο…
“Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας…”
Τ’ άψυχο έπειτα παιδάκι, κι έβρεχε βροχή από αίμα, Στο ποτάμι το βουλιάξαν, να του πνίξουνε τον πόνο Κι όλο αυτό το φονικό έγινε –δεν είναι ψέμα– Για να δουν ν’ αργοπεθαίνει, για την πλάκα τους και μόνο
Στο καλό των στεναγμών βαρκούλες, γειά σας και σε σας νεαρά ζευγάρια στου Λύτρα το ρηχό ακρογιάλι έχοντας την αλμύρα στα χείλη σας, σ’ εποχή άλλη ακόμα τραγουδάτε “θα ’ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς”.
Το ποιητικό του έργο επίδρασε βαθιά στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής κυριαρχείται από πατριωτικά θέματα.
Σ’ αυτούς τους νεκρούς Τίποτα δεν θ’ ανάψουμε Μόνο θα σκάψουμε Έξω να τους βγάλουμε Απ’ τα προδομένα σήμερα χώματα