Δεν ήταν μαυραγορίτης ο κυρ Σπύρος, για τον άλλον δεν ξέρω. Τούς μεγάλους μαυραγορίτες που συνεργάζονται μαζί τους, που ρουφάνε το αίμα μας και θησαυρίζουν, ούτε που τούς αγγίζουν. Υποκριτές κι εγκληματίες!
Και η κοπέλα, ολόχρυση, έμεινε άφωνη μπρος στα πήλινα ανθρωπάκια που η δυστυχία είχε μεγαλειωδώς σμιλέψει και που για την ώρα ήταν καθισμένα σε καρέκλες στην κουζίνα, μα που ήταν χτες και που θάναι αύριο οι εκτελεστές. Και οι εκτελεσμένοι…
– «Νίκο, είσαι αδερφός μου. Δεν έχει σημασία που δε μοιάζουμε, που δεν έχουμε το ίδιο χρώμα, την ίδια θρησκεία και την ίδια μητρική γλώσσα. Εγώ σ’ αγαπώ όσο αγαπώ και τα βιολογικά αδέρφια μου!», απάντησε ο Μουτζάντ πιο σοβαρά από ποτέ…
Και μια μέρα, έτσι απλά όπως ανάπνεες ή γελούσες, με φώναξες για πρώτη φορά με τη δική σου πραγματική φωνή: «Μάνααα!». Η ανατέλλουσα συνείδησή σου με αναγνώριζε και με προσδιόριζε στον πιο μεγάλο και ουσιαστικό μου ρόλο: «Μάνα!»
Φρίκη! Εκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. Η πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Ακούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Τα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Και με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί…
Το διαχρονικής αξίας και πάντα επίκαιρο μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση, «…και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα», αποτελεί μια εξαιρετική πρόταση για διάβασμα – μελέτη του σοσιαλισμού μέσα από τη λογοτεχνία.
Όσο για τις τερατώδεις αδικίες της οικονομικής σας οργάνωσης, όσο για τις ανάγκες των εργατών, όσο για το οικονομικό σπαθί που αντικατέστησε το σπαθί του αριστοκράτη, δε λέτε λέξη. Το σοσιαλισμό, τον καταπνίγετε και τον αρνείστε. Σε αυτό το σημείο, συμφωνείτε και ταυτίζεστε πλήρως, δεξιοί κι αριστεροί, συντηρητικοί και δημοκρατικοί.
Το σπορ αυτό δεν αφορά μόνο τις «γυναικούλες» σαν αυτές του Γκαβιράτε, που πρωταγωνιστούν στο διήγημα του Ροντάρι, αλλά γενικά τους ανθρώπους μιας κοινωνίας, ασχέτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης και «μορφωτικού» επιπέδου. Μάλιστα, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει όχι μόνο και όχι τόσο τις γυναίκες αλλά περισσότερο τους άντρες…
Μια μέρα δεν ήρθε… και το προσέξαμε. Ούτε την ακόλουθη… κι αναρωτηθήκαμε. Την τρίτη ρωτήσαμε; «Γιατί; μην ήταν άρρωστος;». «Μπορεί… Τα σκυλιά κρύβουνται όταν είναι άρρωστα…».
Αναμετράς τον εαυτό σου, αν μπορέσεις σαν έρθει η ώρα ν’ απλώσεις αντρίκια το χέρι, να χαιρετήσεις το χάρο, να σύρεις μαζί του την τελευταία στροφή. Δε γνωρίζεις ακόμα πως στο μονοπάτι της ζωής ο Χάρος κι ο Έρωτας βαδίζουν αντάμα. Πως τούτη η διαλεχτική, όλο αντιφάσεις, μπολιάζει και συντηρεί τη ζωή…