“Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νισάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει…”
Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούν «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι» -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούν άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ’χε πει πως κατοικούν «άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.
“Έτσι είναι… Κάθε πράγμα έχει τέλος… Κάποτε φτάνει ο κόμπος στο χτένι…” – Άγνωστο διήγημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη
Η Λευκή Πανούκλα δεν περιορίζεται πια στους δυστυχισμένους του κόσμου αυτού. Κάνει ό,τι έκανε και πριν από εκατό χρόνια. Αιωρείται σαν μολυσμένο σύννεφο πάνω από τον ορίζοντα της Δύσης, έστω κι αν ακόμα τα θύματά της είναι μόνο οι φτωχοί.
Καμαρώστε τους, πιο κτήνη τώρα απ’ ό,τι τα σκυλιά και οι μύγες, να χάνονται, κρύβοντας προσεκτικά, για να μην τους δουν οι άλλοι, τη μοναχική τους απόλαυση, κι ίσως να λένε με το νου τους πως η ευτυχία είναι έγκλημα και η ηδονή ντροπή!
Είσαι μάνα κι έχεις δίκιο να με ρωτήσεις…δεν είμαστε μείς που θελήσαμε τον πόλεμο, δεν τον αρχίσαμε εμείς…πρέπει να δώσουμε το αίμα μας, τη ζωή μας, για να συντρίψουμε, για να εξοντώσουμε αυτό το τέρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε δεν θα είμαστε άξιοι να φέρουμε το όνομα Άνθρωπος…
– Όχι πυρ, γυνή και θάλασσα… αλλά ζέστη, εργάτες και κομμουνισμός, να οι μεγάλοι εχθροί αυτών των… αδυνάτων πλασμάτων…
Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.
Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου…