– Όχι πυρ, γυνή και θάλασσα… αλλά ζέστη, εργάτες και κομμουνισμός, να οι μεγάλοι εχθροί αυτών των… αδυνάτων πλασμάτων…
Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.
Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου…
Η Μαρία ήτανε δεκαοχτώ χρονώ, φίλη της αδερφής μου και γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού μας. Όταν ερχότανε στο σπίτι μας αισθανόμουνα πως ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου, κοκκίνιζα, τραβιόμουνα σε μια γωνιά κι έκανα πως δεν την έβλεπα. Όταν όμως νόμιζα πως δε με πρόσεχε κανείς…
Μπαίνει στην εκκλησία, στέκεται στην ουρά, και βλέπει. Ηλεκτρικά καντήλια, μεγάφωνα στους τοίχους, βιομηχανικοί πολυέλαιοι. Οι αγιογραφίες, οι τοιχογραφίες με χρώματα χαρωπά-καθόλου ευσέβεια και δέος δεν του εμπνέουν…
Πάνω από τα κεφάλια τους κυμάτιζε η κόκκινη σημαία που με στραβά χρυσά γράμματα ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ειρήνη! Γη!». Ήταν όλοι τους πολύ νεαροί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση ανθρώπων που τραβούσαν συνειδητά στο θάνατο…
Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη.
«Δεν ακούει, παιδί μου, ο πατέρας σου! Είναι βλέπεις αριστερός παλαιάς κοπής. Ο κόσμος προχωράει, αλλά αυτός αμετακίνητος!…»
Τα παιδιά χυμούσαν μέσ’ στις φλόγες, και τις πηδούσαν με ξεφωνητά, και τα κορίτσια μάζευαν και κείνα, τα φουστάνια τους, κι έπαιρναν φόρα, και τις δρασκελούσαν, -κι ένας γενικός αλαλαγμός,- μια «πρόγκα», σα διπλή κραυγή, τρόμου και θριάμβου, υποδεχόταν χαρωπά το κάθε πήδημά τους…