“…η ξαδέρφη μου έλεγε πως άκουσε πως εσύ είσαι κακός άνθρωπος, να με συμπαθάς, δεν τα ξέρω και καλά πώς τα λένε – κομμουνιστής θαρρώ πως είπε – και πως θέλεις να μας χαλάσεις τη θρησκεία και τι σου φταίει η θρησκεία και να μην πηγαίνουμε πια στην εκκλησία, να μην κάνουμε σαρακοστή – σάματις κάνουνε σαρακοστή οι πλούσιοι, οι κλεφταράδες – και να σου χαλάσει ο Θεός το κεφάλι, παρά να μας χαλάσεις τη θρησκεία.”
Ολόκληρος ο ηλεκτρισμός ανήκει στους αστούς κι αυτοί τρώνε με τα σπαρματσέτα. Η αστική τάξη δίχως να το καταλαβαίνει φοβάται τον ηλεκτρισμό που είναι γέννημα δικό της. Μοιάζει με κείνον το μάγο που κάλεσε τα πνεύματα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα κουμαντάρει. Ανάλογη είναι η στάση των περισσότερων αστών κι απέναντι στις άλλες επιτεύξεις της τεχνικής.
Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ένας από τους πρώτους απεσταλμένους όχι μόνο της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας, αλλά και της νέας σοβιετικής κοινωνίας στον έξω κόσμο. Από το 1922 ως το 1929, εννιά φορές πέρασε τα σύνορα της χώρας του. Ταξίδεψε στη Γαλλία, στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ισπανία, στην Κούβα, στο Μεξικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στη μνήμη του Ακροναυπλιώτη δάσκαλου Δημήτρη Κοσμά που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανοφασίστες με τους 200 στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944
Είναι κακό πράμα η ανηθικότητα. Γι’ αυτό, πρέπει να είμαστε ηθικοί. Το ότι η ηθική είναι προτέρημα, φαίνεται κι από το ότι διδάσκεται και στα σχολεία. Έτσι δεν είναι; Αν ήτανε κάτι κακό, θα διδάσκονταν;
“Το ξέρω, αλλά υπάρχουν και χειρότερα, φαντάσου να ‘σουν ΜΑΤατζής”
Είχε πολλά να διηγηθεί, μα πιο πολύ περηφανευόταν για μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς. Με πολλή σοβαρότητα μου έλεγε, πως όταν το πλοίο του περνούσε από το Κολόμπο της Κεϋλάνης…
Λένε το λοιπόν πως στο Μαντζιλάρι έχει φανεί… λέει, έχει φανεί ένα άσπρο χελιδόνι. Ολόασπρο σαν το χιόνι. — Ε, και; — Μα δεν ξέρεις, λοιπόν, που άμα ένας άρρωστος το δει γιατρεύεται μεμιάς ό,τι αρρώστια να ’χει; Ένα άσπρο χελιδόνι, μια φορά στα ’κατό χρόνια φαίνεται…
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους;
Σήμερα είναι η γιορτή μου, αλλά δε γιορτάζω. Ξέρω πώς με λένε, αλλά δε θυμάμαι πια το όνομά μου.