Δεν ξέρω, αν έφθασε τίποτε απ’ όλα αυτά στ’ αυτιά του Παπαδιαμάντη. Πάντως εγώ από εκείνη την ημέρα αισθανόμουν σαν ένοχος απέναντί του και ποτέ δεν τόλμησα να του δώσω τα διηγήματά μου για να μου πει τη γνώμη του…
«Μπορεί να είναι όπως το λέτε, κύριε Στράτο, και μπολσεβίκοι και άθεοι, αλλά το σωστό και η αλήθεια να λέγονται…»
Εδώ καθόταν μόνο και μόνο για να μην κάθεται στην άθλια τρύπα της. Δεν καταλάβαινε τίποτα από Κόμμα και συνδικάτο. Ήξερε μονάχα πως αυτά τα πράγματα τα έβριζαν οι άνθρωποι όπου δούλευε, τόσο χοντρά όσο έβριζαν και την ίδια…
«Χαίρομαι που καταλάβατε γιατί σας δώσαμε τα όπλα. Για να σκοτώνετε. Να σκοτώνετε τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον σάς πειράξει την αδελφή. Δε φαντάζομαι να είναι κανείς που να μην πήρε ακόμα όπλο»
Από άνοιξη σε άνοιξη, ενοχοποιός ο Απρίλιος, το Πάσχα εκείνο που σήμανε το πέρασμά μου στην εφηβεία, το μαύρο αίμα που κυλούσε στ’ αυλάκι, το βέλασμα του ζώου. Και ο πολιτισμένος κόσμος με τις εκλεπτυσμένες τελετουργίες του. Βλέπω τα αίματα στα πεντακάθαρα χέρια και θυμάμαι τον Μπρεχτ που απομνημόνευα.
Έλεγε συχνά: «Γνωρίζω καλά, πως είμαι πολύ γριά για ν’ αλλάξω». Κι έπειτα σφίγγοντας τα μικρά κοκάλινα γυαλάκια της: «Είμαι και πολύ μόνη μου».
Κι εγώ θα τής έλεγα τη στερεότυπη φράση τού Baudelaire ότι “τα θέλγητρα τής φρίκης δε μεθάνε παρά τούς δυνατούς” κι ότι αν μπορούσα θα γέμιζα το παλιό μου κείνο κελί με πίνακες του Βίρστ για να ζω σε μια ατμόσφαιρα φρίκης. Κι ότι αν δεν το ’κανα είναι γιατί δεν ήθελα να στερηθώ τη συντροφιά της…
Γνωρίσαμε την Ρίτα Μπούμη – Παπά μέσα από το ποιητικό της έργο και δεν κρύβουμε την έκπληξή μας όταν έπεσε στην αντίληψή μας μια δική της συλλογή διηγημάτων, ένα από τα οποία μοιράζεται σήμερα η στήλη με τους αναγνώστες της. Αν νοιώσατε κι εσείς την ίδια έκπληξη, τότε σίγουρα θα βρείτε τη συνέχεια συναρπαστική…
Είναι τόσο δυνατή η οσμή του φόβου στους ανθρώπους, ώστε χαλάει την ευωδιά της νοτισμένης γης, των φυτών και των δέντρων, των βρύων, των μούρων και των μανιταριών που ο άνεμος μου φέρνει απ’ το πυκνό δάσος.
Ψάχνανε να βρούνε το σκοινί…Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιο Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και αφήνουν τους άλλους να σπάνε τα αρχίδια τους. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν μαλάκας και να ψάξω και εγώ. Ο Σπανός διαφώνησε και είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου. Τελικά βρέθηκε το σκοινί…