“Τούτο το βιβλίο δεν το χαρίζω. Το πετάω μ’ οργή κατάμουτρα στον άθρωπο που στέκεται στο… γκρεμό της Ακρόπολης και ορίζει τη Ζωή, με τα λόγια: «Βαρέθηκα τη ζωή!…»”
Κάποτε θα πρέπει να αναπτυχθεί μέσα μας ένας βαθύτερος στοχασμός γι’ αυτό που είμαστε, γι’ αυτό που κάνουμε και γι’ αυτό που θέλουμε τελικά να πετύχουμε.
– Δεν είναι – του είπαν – πόσο θα ζήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο εμείς, αλλά πώς θα ζήσουμε τούτη τη ζωή! Άλλοι την τιμούν φίλε, κι άλλοι τη ντροπιάζουν…
«Η φύση γιορτάζει το μεγαλύτερο πανηγύρι της και χαίρεται και μεθάει από χαρά και αγάπη από αρώματα, τραγούδια. Και μεις θα γιορτάσουμε τις μέρες αυτές και το Πάσχα, μέσα στο χαλασμό του πολέμου, στους καπνούς της μάχης, τα βογγητά και τα δάκρυα, το αίμα. Τι κατάρα!!».
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών!»… Έξη φορές ήρθε η Λαμπρή τα τελευταία χρόνια. Μα έξη φορές ως σήμερα οι Έλληνες δεν αναστήθηκαν. Αλλ’ ακόμα πεθαίνουν…
“Πρέπει να ξέρης, Ιησού μου, ότι η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον Κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκεί κάτου· επειδή από καιρό σε καιρό, και από λίγο σε λίγο, την αλλάξαν· όλην· ώστε τώρα δεν έμεινε παρά τ’ όνομά σου απάνου σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, οπού τα λένε θρησκεία σου…”
Ο Γιάννης κοιτάζει τον παπά με περιέργεια· τόνε μετράει από την κορφή ως τα νύχια, του ξετάζει ένα-ένα μέλος χωριστά. Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά την άρρωστη;
Ο γέρος με τα ανυπάκουα πια δάχτυλά του, ξεκούμπωσε τη χλαίνη, κι έβγαλε ένα παλιό, δεμένο με κορδέλα, πορτοφόλι. Έλυσε την κορδέλα κι έβγαλε από το πορτοφόλι, ένα πολύ τριμμένο πορτραίτο του Λένιν, κομμένο από εφημερίδα. “Από τότε, κοντά στη καρδιά τη φέρνω μαζί μου όλη μου τη ζωή”, είπε με μια υπόκωφη διακοπτόμενη φωνή!
Το διήγημα «Οι επαναστάτες» είναι εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821 και ο Ένγκελς το έγραψε όταν ήταν μαθητής, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου.
Εκεί στην ταράτσα είχανε στήσει το αντιαεροπορικό τους, ένα όπλο περίφημο που, άμα έλειπε ο αξιωματικός τους, πιο νέος απ’ ολουνούς τους (ένα σκυλί με χοντρά γυαλιά, αιμοβόρο πράμα που λεγόταν Ερβινγκ) τον ανέβαζαν το Μανωλάκη, του το δείχνανε, του το ξηγούσανε, τον αφήνανε να το ψηλαφά.