Στάθηκε πάνω στην ορειχάλκινη θύρα, κάτω απ’ το τόξο του υπέρθυρου και δε σάλευε μήτε έλεγε κουβέντα, αλλά έμενε εκεί, ακίνητη. Και η θύρα όπου είχε σταθεί η σκιά, αν θυμάμαι καλά, ήταν πάνω απ’ τα πόδια του νεαρού σαβανωμένου Ζωίλου.
“Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.”
Όλοι είναι εδώ, σε μιαν ατμόσφαιρα ξέχειλη από ευχές, από παρακλήσεις και από ευλογίες, μα εμένα μου έρχονται δάκρυα καυτά στα μάτια γιατί εσύ λείπεις σύντροφε κι αυτή η μακρόχρονη απουσία σου με πονά!
Πέρσι ακόμα έπαιζα στα γενέθλιά μου με τα Σαμπανοβάκια τα κουτά παιχνίδια της Τσιτσίλχεν και φέτος… παράνομη διάλεξη με αφορμή τα γενέθλια. Εμπρός Σάσα Βελιτσάνσκαγια, τι στέκεις σαν ξύλο, είσαι μεγάλο κορίτσι πιά, μπήκες στα δώδεκα…
Η Άλκη Ζέη, η πολυδιαβασμένη και αγαπημένη συγγραφέας μικρών και μεγάλων, έφυγε από τη ζωή, σκορπίζοντας θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο και πρωτίστως σε όσους συντρόφεψε με τα βιβλία της
Έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Στη Χαλκιδική. Ξυπόλυτος, χωρίς σώβρακο και με την καφετιά φανέλα ετοιμοθάνατη. Και τότε ήτανε που βρήκε δουλειά σε ένα ελαιοτριβείο. Φαΐ, ύπνο και ένα χιλιάρικο μεροκάματο. δουλειά 12 ώρες. Οι Έλληνες εργάτες για τη μισή δουλειά ζητούσαν 15 χιλιάδες…
«Εγώ, ρώσος στρατιώτης, να πίνω για τη νίκη των γερμανικών όπλων; Σαν πολλά δε ζητάς, χερ διοικητή; Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, δεν πάτε λοιπόν στο διάβολο και συ και η βότκα σου!»
Ήταν ωραίος ο μπέντζαμιν. Χρόνια τον είχαμε. Είχε μεγαλώσει και φουντώσει τόσο που τον στολίζαμε για δέντρο τα Χριστούγεννα και τον βάζαμε 15 μέρες στο σαλόνι.
Η Βάντα Κουτσοκώστα δεν ζει πια ανάμεσά μας. Η συγγραφέας και στιχουργός έφυγε από τη ζωή μετά από σοβαρότατα προβλήματα υγείας που την ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα.
«Κι όταν οι δράκοι θα φύγουν απ’ τον τόπο μας και δε θα ’μαστέ πια σκλάβοι, τότες που δυο ήλιοι θα φωτίζουν την Ελλάδα μας, δε θα πρέπει να ξεχάσουμε τα παλικάρια με τα φωτεινά μάτια, που σκότωναν τους δράκους…»