Να πουλούσε τέσσερα μπαρντάκια (κύπελλα), τουλάχιστον τέσσερα μπαρντάκια. Με τα δέκα γρόσια που θα έπαιρνε θα μπορούσε να πάει στο σπίτι ένα μαύρο ψωμί. Σαν αστραπή περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του τα δυό μικρά αδελφάκια του που μισοναρκωμένα καρτερούσανε τον ερχομό του και ολοένα διαλαλούσε: – Αγνό αϊράνι…Αγνό…
Εκεί, κάθε βράδυ, όταν όλοι κοιμούνταν, έσκαφτε και έφκιασε μια κρυψώνα. Για να μην υποπτευτούν οι γειτόνοι τίποτα, το χώμα το έριχνε σε ένα ξεροπήγαδο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρυψώνα τα τοποθετούσε, αφού τα τύλιξε καλά για να μην καταστραφούν από την υγρασία, όλα τα βιβλία. Πολύ συχνά πήγαινε στην κρύπτη να δει σε τι κατάσταση βρίσκουνται και με με την ευκαιρία αυτή έπαιρνε κανένα και διάβαζε.
Ο Παπαδιαμάντης έχει χαρακτηριστεί “κοσμοκαλόγερος” για την αποστασιοποίησή του από τα “εγκόσμια”και τον μοναχικό τρόπο που έζησε. Η Σαπφώ Νοταρά κρατούσε πάντα για τον εαυτό της τον δεύτερο, τον τρίτο ρόλο, όπως συνέβαινε και στη σκηνή ή στην οθόνη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας ενός άντρα με φόντο την γιορτινή ατμόσφαιρα κάποιων Χριστουγέννων, με τραγική κατάληξη…
Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1979 καταμεσής του πελάγου. Από τι δεν ξέραμε κι ο μπάρμπας που ίσως να ήξερε δεν το είπε, μην και τον στείλουν στην Ελλάδα που δεν ήθελε. Ως να φτάσουμε στη Χιλή, θέλαμε ακόμη έξι μέρες. Αδειάσαμε το ψυγείο με τα κρέατα και τον βάλαμε μέσα, να φτάσουμε να δούμε τι θα γίνει με το νεκρό.
Ακριβώς έξω από το παράθυρο του δωματίου που κοιμάμαι είναι ένα δέντρο. Ίσως πάνω στο δέντρο αυτό, ίσως κάτω από το γείσο του παραθύρου μου ή της στέγης — δε μπορούσα να καταλάβω — άκουσα με το ξημέρωμα το κελάδημα ενός πουλιού. Μια φωνή παγωμένη, που ζητούσε έλεος.
Μα καταλάβατε τι έγινε; Η Βέρμαχτ η ίδια, η ένδοξη Βέρμαχτ, στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά του, μπροστά σ’ αυτόν που είναι ένας προδότης της πατρίδας του κι ένας κερατάς…
Νύχτα χωρίς ποίηση εφέτος στη φάτνη των αλόγων. Έρημο το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Χάθηκαν στη μακρινή τους στράτα οι μάγοι. Δεν εφώτισε ο αστέρας. Δεν λάμψαν οι γαλαξίες στον ουρανό της Γαλιλαίας…
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43…Τι να ‘γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;..
Ίσα-ίσα, που η πραγματικότητα σήμερα, 4 Δεκεμβρίου του έτους 1944, τρέχει πολύ γρηγορότερα κι’ εγγίζει περιοχές όπου η φαντασία μου στέκεται μουδιασμένη. Δέκα ντουφέκια, ένα πολυβόλο, μια κάσα πυρομαχικά κι ένα καλάθι με χειροβομβίδες είναι οι επισκέπτες μου που τους καλωσορίζω με παγωμένα μειδιάματα.
Το κοχύλι με έναν κοφτό ήχο έσπασε στα δύο, κόβοντας την παλάμη του. Το αγόρι έφερε αργά το χέρι του μπροστά του και κοίταξε το κομματιασμένο από την οργή κοχύλι και τις σταγόνες από το αίμα του που γυάλιζαν πάνω του. Εκεί βρισκόταν η δύναμη.