Ακριβώς έξω από το παράθυρο του δωματίου που κοιμάμαι είναι ένα δέντρο. Ίσως πάνω στο δέντρο αυτό, ίσως κάτω από το γείσο του παραθύρου μου ή της στέγης — δε μπορούσα να καταλάβω — άκουσα με το ξημέρωμα το κελάδημα ενός πουλιού. Μια φωνή παγωμένη, που ζητούσε έλεος.
Μα καταλάβατε τι έγινε; Η Βέρμαχτ η ίδια, η ένδοξη Βέρμαχτ, στάθηκε σε στάση προσοχής μπροστά του, μπροστά σ’ αυτόν που είναι ένας προδότης της πατρίδας του κι ένας κερατάς…
Νύχτα χωρίς ποίηση εφέτος στη φάτνη των αλόγων. Έρημο το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Χάθηκαν στη μακρινή τους στράτα οι μάγοι. Δεν εφώτισε ο αστέρας. Δεν λάμψαν οι γαλαξίες στον ουρανό της Γαλιλαίας…
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43…Τι να ‘γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;..
Ίσα-ίσα, που η πραγματικότητα σήμερα, 4 Δεκεμβρίου του έτους 1944, τρέχει πολύ γρηγορότερα κι’ εγγίζει περιοχές όπου η φαντασία μου στέκεται μουδιασμένη. Δέκα ντουφέκια, ένα πολυβόλο, μια κάσα πυρομαχικά κι ένα καλάθι με χειροβομβίδες είναι οι επισκέπτες μου που τους καλωσορίζω με παγωμένα μειδιάματα.
Το κοχύλι με έναν κοφτό ήχο έσπασε στα δύο, κόβοντας την παλάμη του. Το αγόρι έφερε αργά το χέρι του μπροστά του και κοίταξε το κομματιασμένο από την οργή κοχύλι και τις σταγόνες από το αίμα του που γυάλιζαν πάνω του. Εκεί βρισκόταν η δύναμη.
Ένα τρυφερό παραμύθι (ή «παραμύθι») για αναγνώστες κάθε ηλικίας.
Τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε μια τέτοια απολιθωμένη παράδοση, και μπορούν να την επηρεάσουν όσο κι ένας βράχος το κύμα. Και σαν τη δική της διαπαιδαγώγηση, ήταν και η διαπαιδαγώγηση όλων των υπόλοιπων. Και το πιο λαμπερό μυαλό σ’ ολόκληρη τη χώρα δε θα ήταν ικανό να καταλάβει πόσο λαθεμένη ήταν η άποψή της…
Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
Σε είπανε Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν· μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ. Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων, η οιονεί προσφυγομάνα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη -λέει ο Βαμβακάρης- φτωχομάνα.