Ένα τρυφερό παραμύθι (ή «παραμύθι») για αναγνώστες κάθε ηλικίας.
Τα επιχειρήματα είναι εντελώς ανίσχυρα μπροστά σε μια τέτοια απολιθωμένη παράδοση, και μπορούν να την επηρεάσουν όσο κι ένας βράχος το κύμα. Και σαν τη δική της διαπαιδαγώγηση, ήταν και η διαπαιδαγώγηση όλων των υπόλοιπων. Και το πιο λαμπερό μυαλό σ’ ολόκληρη τη χώρα δε θα ήταν ικανό να καταλάβει πόσο λαθεμένη ήταν η άποψή της…
Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
Σε είπανε Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν· μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ. Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων, η οιονεί προσφυγομάνα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη -λέει ο Βαμβακάρης- φτωχομάνα.
«Είναι ο γιός μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιός μου. Κοιτάξτε». Και κοιτάζουν.
Γιατί ν’ αρνηθώ τα καλά που μου υπόσχεται η ζωή; Όσο άθλια και αν είναι, τα δώρα της είναι πλουσιοπάροχα, και κανένας δεν τ’ αρνήθηκε ποτέ. Όλοι απλώνουν ικετευτικά τα χέρια και ζητούν. Γιατί εγώ να μην απλώσω τα δικά μου;
Μα τώρα την απασχολούσε αν η μεταμόρφωση αυτή είναι οριστική ή προσωρινή. Κάτι πάλι μέσα της της είπε να βγει προς την ακτή. Οταν η ουρά της άγγιξε το βυθό, εξαφανίστηκε. Νάτα πάλι τα ωραία της πόδια που καρδιές έχουν κάψει μαζί με την ωραία της μορφή.
Φτάνοντας μπροστά στο μικρό κτήριο στην άκρη του θόλου, της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης. Πάνω στον ατσαλένιο τοίχο είχε γραφτεί με μαύρη μπογιά «ΕΞΩ ΟΙ ΛΑΘΡΟ!» Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!
«Τι τον αφήνεις, κυρ Αναστάση, και κάνει παρέα με τις κομμούνες;» του λέει ο κύριος Φρίξος. «Θα στον κάνουνε μπολσεβίκο να δεις…». «Τώρα πια, κύριε Φρίξο!» του απαντά ο πατέρας γελώντας. «Το μικρόβιο το έχει φέρει από πέρα μαζί του».
Όσο ο δρόμος άδειαζε από τα αυτοκίνητα τόσο απλωνόταν το σκοτάδι. Κι εκεί πάνω στο βάδην μου απέκτησα την συνήθεια να “ρίχνω” το φακό μου πάνω στην λευκή ακραία γραμμή του δρόμου… Και αυτή φωσφόριζε ελαφρά και εγώ βάδιζα πάνω της και τριγύρω όλα βυθισμένα στο πολύ σκοτάδι.