«Είναι ο γιός μου», ξαναλέει η γυναίκα με τα μαύρα. Περσινή φωτογραφία. Ήρεμα και περήφανα. «Μπάμπη τον φώναζαν. Πρώτος στο τραγούδι. Στη Σχολή είχε μπει τρίτος. Έχτιζε πολιτείες στο μυαλό του. Δυο μέτρα ήταν. Ο γιός μου. Κοιτάξτε». Και κοιτάζουν.
Γιατί ν’ αρνηθώ τα καλά που μου υπόσχεται η ζωή; Όσο άθλια και αν είναι, τα δώρα της είναι πλουσιοπάροχα, και κανένας δεν τ’ αρνήθηκε ποτέ. Όλοι απλώνουν ικετευτικά τα χέρια και ζητούν. Γιατί εγώ να μην απλώσω τα δικά μου;
Μα τώρα την απασχολούσε αν η μεταμόρφωση αυτή είναι οριστική ή προσωρινή. Κάτι πάλι μέσα της της είπε να βγει προς την ακτή. Οταν η ουρά της άγγιξε το βυθό, εξαφανίστηκε. Νάτα πάλι τα ωραία της πόδια που καρδιές έχουν κάψει μαζί με την ωραία της μορφή.
Φτάνοντας μπροστά στο μικρό κτήριο στην άκρη του θόλου, της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης. Πάνω στον ατσαλένιο τοίχο είχε γραφτεί με μαύρη μπογιά «ΕΞΩ ΟΙ ΛΑΘΡΟ!» Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!
«Τι τον αφήνεις, κυρ Αναστάση, και κάνει παρέα με τις κομμούνες;» του λέει ο κύριος Φρίξος. «Θα στον κάνουνε μπολσεβίκο να δεις…». «Τώρα πια, κύριε Φρίξο!» του απαντά ο πατέρας γελώντας. «Το μικρόβιο το έχει φέρει από πέρα μαζί του».
Όσο ο δρόμος άδειαζε από τα αυτοκίνητα τόσο απλωνόταν το σκοτάδι. Κι εκεί πάνω στο βάδην μου απέκτησα την συνήθεια να “ρίχνω” το φακό μου πάνω στην λευκή ακραία γραμμή του δρόμου… Και αυτή φωσφόριζε ελαφρά και εγώ βάδιζα πάνω της και τριγύρω όλα βυθισμένα στο πολύ σκοτάδι.
“Ο «Αλύγιστος» φυσικά, δεν αποτελεί βιογραφία. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι λογοτεχνικός και κάθε λογοτεχνικό έργο έχει το δικό του τρόπο να πλάθει τους ήρωές του. Ο μύθος του είναι μια σε βάθος — πες τη φανταστική — περιγραφή της πορείας του κεντρικού ήρωα από τη στιγμή της καταγγελίας μέχρι το «πυρ» του εκτελεστικού αποσπάσματος.”
Σ’ αυτό το κοιμητήρι της Μυτιλήνης είχαμε θάψει, στον καιρό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τη γιαγιά μου, το πιο γλυκό πρόσωπο του κόσμου. Είχε αρχίσει από τότε η πικρή ιστορία μας, το πρώτο πείραμα ξεριζώματος λαών: ο διωγμός των χριστιανών της Ανατολής στα 1914 και η καταφυγή στα νησιά του Αιγαίου.
Όταν έμπαινες μέσα και καθόσουν με το ναργιλέ ορθό πάνω στο τραπέζι και τον καφέ δίπλα σου, ξέχναγες αμέσως την αληθινή σου ύπαρξη κι έπρεπε να βάλεις το χέρι στο κεφάλι, για να βεβαιωθείς πως δε φορούσες σαρίκι…
Σινιόροι! Είναι διαβολεμένα όμορφο να ’χεις το δικαίωμα να λες τους άνθρώπους δικούς σου! Κι ακόμα πιο όμορφο να τούς νιώθεις δικούς σου, στενά δικούς σου, σόι σου, που γι’ αυτούς η ζωή σου δεν είναι παίξε-γέλασε!