Η Μουργκάνα και τα χωριά της φωτίζουν τον τιτάνιο αγώνα του ΔΣΕ στα χρόνια 1946-1949. Η νουβέλα «Μουργκάνα» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1948 στη «Φωνή του Μπούλκες». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή «Θητεία».
Α δεν έπιανε μπόρα πάνω στον Άη Λιά, α δεν άνοιγαν οι καταρράκτες τουρανού στ’ αψηλότερο εκείνο βουνό του νησιού, κι α δε με στέλνανε σ’ ένα χωριό να κονέψω, δε θα σας έλεγα τώρα την ιστορία της Στραβοκώσταινας!
Λες: «μικροαστός». Και θες, σώνει και καλά, να δώσεις και μια συγκεκριμένη εικόνα πού να αντιπροσωπεύει αυτό: το μικροαστό. Θαρρείς κι είσαι δεν ξέρω ποιος ζωγράφος, ή ποιος γελοιογράφος και έχεις υποχρέωση να εικονογραφήσεις αυτόν τον έρμο τον μικροαστό, που του ’χουνε φορτώσει στη ράχη όλα τα κακά του κόσμου.
Ένας χρηματιστής ονόματι Κίκελμαν, που εδώ και πολύ καιρό βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αναγκάστηκε υπό την επήρεια του άγχους του, που όλο και μεγάλωνε, να κάνει ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό στη διάρκεια μιας βδομάδας, για να τονώσει την αυτοπεποίθησή του που κατέρρεε και για να κατεβάσει κάποια ιδέα ικανή να τον ξελασπώσει.
Κι εκεί που ήταν το κλουβί μας μόνο κι έρημο με την πόρτα ερμητικά κλειστή, σημάδι ότι δεν περίμενε κανένα επισκέπτη, να σου κι εμφανίζεται ένα περιστέρι!
Το διήγημα «Η Τσάικα» είναι αφιερωμένο στην Σοβιετική Βαλεντίνα Τερεσκόβα, την πρώτη γυναίκα που πέταξε στο διάστημα. Γράφτηκε από τον Γιώργη Μωραΐτη στην απομόνωση της φυλακής στο Ιτζεδίν…
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν ήξερε.
Τον Κ. τον γνώριζα πολύ καλά. Ήταν πασίγνωστος βασανιστής, αστυνόμος στη διάρκεια της χούντας, υπεύθυνος του «Γραφείου Πνευματικής Κινήσεως», αστυνομία σκέψης δηλαδή. Πριν τη δικτατορία η κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου τον μετέθεσε δυσμενώς στην Κέρκυρα. Τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα επανήλθε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα. Ήταν σκληρός ακροδεξιάς, βίαιος, με ελαφρά γκρίζους τότε κροτάφους, γύρω στα σαράντα.
Πήγαινε μπροστά το κιβούρι, ο παπάς. Ερχόνταν πίσω οι στρατηγοί, οι αξιωματικοί, οι ανάπηροι. Πιο πίσω οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι επιστήμονες. Οι τσαγκαράδες, οι ραφτάδες, οι οικοδόμοι. Οι φοιτητές, οι εργάτες, οι αγρότες. Πιο πίσω όλος ο άλλος λαός. Οι χιλιάδες εξόριστοι. Αμίλητοι, άλαλοι, με μια μαργαρίτα στο χέρι ο καθένας.
Με αφορμή την πρόσφατη επαναπροώθηση από τις αρχές των ΗΠΑ, πίσω στην πατρίδα τους, Μεξικανών μεταναστών που ζητούν άσυλο, ένα διήγημα του σπουδαίου Μεξικανού συγγραφέα Χουάν Ρούλφο.