Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ’ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο…
«Σοβιετικές γνωριμίες» τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου που εκδόθηκε το 1954 από τις ΠΛΕ. Περιέχει πέντε διηγήματα τα οποία συνθέτουν έναν ύμνο στο σοβιετικό άνθρωπο. Μέσα σε παρένθεση αναφέρεται και το ψευδώνυμό του, Σφυρής.
– Μπάνχοφ. Βιάστηκε να πει ο μετανάστης. – Τι είναι αυτό; Απάντησε ειρωνικά ο εισπράχτορας. – Μπάνχοφ, ξανάπε ο μετανάστης. – Δεν ξέρω κανένα «Μπάνχοφ», είπε ο εισπράχτορας κοροϊδευτικά και μιμούμενος την κακή προφορά του ξένου. Μια ομάδα νεαρών με πέτσινα μαύρα σακάκια χασκογελούσαν με τη συζήτηση…
Ένα διήγημα που μπορεί να ταιριάζει με αυτό που αποκαλούμε «ατμόσφαιρα των ημερών», όμως θίγει ζητήματα της κοινωνίας μας διαχρονικά, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης…
Όλα τα μέλη επλησίασαν το φέρετρο, που βρισκότανε στη μέση της σάλας, για να ιδούνε καλύτερα, όταν άξαφνα το φέρετρο άνοιξε μόνο του και μια νέα γυναίκα, σχεδόν γυμνή, που δεν ήταν βέβαια η Αγία Δανάη, επήδηξε από μέσα.Αδύνατον να περιγραφεί τι έγινε τότε. Οι τρεις καλόγεροι, οι τρεις παπάδες και οι τρεις δεσποτάδες, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα ράσα τους, έβγαζαν φωνές απεγνωσμένες…
Κολασμένος βράχος! Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της – O Μενέλαος Μούστος (Δάφνης) στο βιβλίο του «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας…
Πήραν μ’ αλαλαγμούς κι ενθουσιασμό οι νέοι να φτιάξουν τα παλιά αραγμένα καράβια. Έβαλαν καινούργια σκοινιά και πανιά, έξυσαν τα φύκια, άλλαξαν τα κατάρτια, κλείσαν τις πληγές πούχαν τα σκαριά κι έβαλαν πιο σοφά τιμόνια. Και τραγουδούσαν τραγούδια άγρια, νίκης και πόλεμου, κι έβλεπαν από τώρα δόξες, μάχες κι εχθρούς νικημένους!
Ούτε νερό, ούτε φως, ούτε καν ένας χωματόδρομος χαραγμένος στη συνοικία τους. Κι είναι εργάτες. Χάνουν μεροκάματα, με τα πηγαινέλα στο Δημαρχείο. Η ευθύνη βλέπεις…Όταν είσαι Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Άνω Νέας Κυψέλης, έχεις χρέος να νιαστείς να φτιάξει ο Δήμος, αυτά που γράφει το χαρτί…
– Αν εμείς εδώ σηκώσουμε τα χέρια και το Κόμμα όξω πάψει να παλαίβει, τότε στον αιώνα τον άπαντα Επανάσταση δε γίνεται. Κίνημα χωρίς αισιοδοξία δε μπορεί να υπάρχει, αλλά και να πιστεύουμε πως ο Μεταξάς θα πέσει σε λίγες μέρες, μήνες το πολύ!…Αν προσέξατε, το μεγαλύτερο ποσοστό των δηλώσεων ανθρώπων αναλογεί στους υπεραισιόδοξους…
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.