Κι εκεί που ήταν το κλουβί μας μόνο κι έρημο με την πόρτα ερμητικά κλειστή, σημάδι ότι δεν περίμενε κανένα επισκέπτη, να σου κι εμφανίζεται ένα περιστέρι!
Το διήγημα «Η Τσάικα» είναι αφιερωμένο στην Σοβιετική Βαλεντίνα Τερεσκόβα, την πρώτη γυναίκα που πέταξε στο διάστημα. Γράφτηκε από τον Γιώργη Μωραΐτη στην απομόνωση της φυλακής στο Ιτζεδίν…
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν ήξερε.
Τον Κ. τον γνώριζα πολύ καλά. Ήταν πασίγνωστος βασανιστής, αστυνόμος στη διάρκεια της χούντας, υπεύθυνος του «Γραφείου Πνευματικής Κινήσεως», αστυνομία σκέψης δηλαδή. Πριν τη δικτατορία η κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου τον μετέθεσε δυσμενώς στην Κέρκυρα. Τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα επανήλθε στη Γενική Ασφάλεια στην Αθήνα. Ήταν σκληρός ακροδεξιάς, βίαιος, με ελαφρά γκρίζους τότε κροτάφους, γύρω στα σαράντα.
Πήγαινε μπροστά το κιβούρι, ο παπάς. Ερχόνταν πίσω οι στρατηγοί, οι αξιωματικοί, οι ανάπηροι. Πιο πίσω οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι επιστήμονες. Οι τσαγκαράδες, οι ραφτάδες, οι οικοδόμοι. Οι φοιτητές, οι εργάτες, οι αγρότες. Πιο πίσω όλος ο άλλος λαός. Οι χιλιάδες εξόριστοι. Αμίλητοι, άλαλοι, με μια μαργαρίτα στο χέρι ο καθένας.
Με αφορμή την πρόσφατη επαναπροώθηση από τις αρχές των ΗΠΑ, πίσω στην πατρίδα τους, Μεξικανών μεταναστών που ζητούν άσυλο, ένα διήγημα του σπουδαίου Μεξικανού συγγραφέα Χουάν Ρούλφο.
Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ’ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο…
«Σοβιετικές γνωριμίες» τιτλοφορείται το πρώτο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου που εκδόθηκε το 1954 από τις ΠΛΕ. Περιέχει πέντε διηγήματα τα οποία συνθέτουν έναν ύμνο στο σοβιετικό άνθρωπο. Μέσα σε παρένθεση αναφέρεται και το ψευδώνυμό του, Σφυρής.
– Μπάνχοφ. Βιάστηκε να πει ο μετανάστης. – Τι είναι αυτό; Απάντησε ειρωνικά ο εισπράχτορας. – Μπάνχοφ, ξανάπε ο μετανάστης. – Δεν ξέρω κανένα «Μπάνχοφ», είπε ο εισπράχτορας κοροϊδευτικά και μιμούμενος την κακή προφορά του ξένου. Μια ομάδα νεαρών με πέτσινα μαύρα σακάκια χασκογελούσαν με τη συζήτηση…
Ένα διήγημα που μπορεί να ταιριάζει με αυτό που αποκαλούμε «ατμόσφαιρα των ημερών», όμως θίγει ζητήματα της κοινωνίας μας διαχρονικά, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης…