Η μεγάλη ιστορία τού έτυχε ένα βράδυ που είχε γίνει τάβλα στο μεθύσι. Αντί για παγκάκι, πήγε και ξάπλωσε κάτω από το άγαλμα του Ζάππα. Έκανε κρύο τσουχτερό εκείνο το βράδυ, μα ο Βαγγέλης δεν το έπαιρνε μυρουδιά – είχε φωτιά στα σπλάχνα του και τον ζέσταινε. Εκείνο το βράδυ, όμως, έτυχε να βγει «παγανιά» η αστυνομία…
Από ψηλά φαίνονταν τα δύο χωριά, το ελληνικό και το τουρκικό. Το ελληνικό ήταν πιο πλούσιο, είχε χρώματα, κεραμίδια, βαμμένους τοίχους, τσιμέντο, ενώ το τουρκικό ήταν μια συνέχεια χώματος, σπίτια από πλιθάρι, σαν τα αραβικά χωριά στην έρημο, (…) στο βάθος ο Πενταδάκτυλος.
Ξαγριωμένοι πια οι οπλοφόροι, χύμησαν πάνω του με τους υποκόπανους και το κυνήγησαν μακριά, πετώντας του ξύλα και πέτρες. Αλλά με νέο κύκλο τ’ άλογο, πιο μεγάλο μέσ’ απ’ τα χωράφια, ξαναβγήκε με νέο μπουλούκι από πιο πολλούς χωριάτες στο δρόμο.
Η συγκέντρωση πέρασε ήσυχη – οι απεργοσπάστες δεν τόλμησαν να κινηθούν – κι έτσι μπόρεσα και τον είδα από κοντά το Σάκη. Δεν είχε καθόλου αλλάξει ο παιδικός μου φίλος. Καθόλου μα καθόλου. Σε μια στιγμή θάρεψα μάλιστα πως δεν ήτανε συγκέντρωση απεργών εκείνη μα πως είχαμε στο γήπεδο μαζευτεί να παίξουμε ποδόσφαιρο με τη μπάλα του Σάκη…
Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
«Είναι θέλημα Θεού, ευλογημένοι Χριστιανοί και συντοπίτες μου, είναι θέλημα Κυρίου λέω – να λευτερωθούμε. Έχετε πίστη κι’ ακούτε τις εντολές του. Το κουμάντο του Αγώνα μας το πήρε στα χέρια του ο Κύριος». Να αυτός είναι παπάς! «Μα είσαι βέβαιος, πάτερ, ότι είναι ο Κύριος που χουγιάζει απ’ την κορφούλα;…
Να φύγουν, αυτή να φύγει—αυτή ‘ταν η αιτία. Να φύγει αυτή—πληγώνεται η Κατερίνα του που τη βλέπει. Να ξαναβρεθούν οι δυο τους, με το μαγαζάκι τους, τον περίπατό τους της Κυριακής, να τη φορέσει κι η Κατερίνα την καινούργια ρόμπα που της αγόρασε… Και θα ξαναγίνουν όλα… Όλα, Κατερίνα, θα γίνουν. Όπως ήταν πρώτα. Και καλύτερα, θα το δεις… θα το δεις κι εσύ…
Θα το πουλήσει το περίπτερο. Κουράστηκε. Θ’ αλλάξει δουλειά. Θέλει να ‘χει καιρό, ένα στα τόσα καλοκαίρια, να γυρίζει στο νησί. Να πιάνει το πλοίο στο παλιό λιμάνι, στο Κάστρο, κι από εκεί, περνώντας από την Παναγιά, να φτάνει στο Σχοινούδι. Κι ας είναι το σπίτι ρημαγμένο απ’ τους ανατολίτες, τους αραβόφωνους και τους ποινικούς, που κουβάλησαν εκεί οι Τούρκοι. Αυτό θέλει ο Στέλιος. Ο άπατρις.
Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Ο Άλμπερτ Μαλτς ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, με πιο γνωστό «Το υπόγειο ρεύμα». Για την ένταξή του στο ΚΚ ΗΠΑ θα διωχτεί με τον διαβόητο νόμο του Μακάρθι και θα φυλακιστεί.