Όλα τα μέλη επλησίασαν το φέρετρο, που βρισκότανε στη μέση της σάλας, για να ιδούνε καλύτερα, όταν άξαφνα το φέρετρο άνοιξε μόνο του και μια νέα γυναίκα, σχεδόν γυμνή, που δεν ήταν βέβαια η Αγία Δανάη, επήδηξε από μέσα.Αδύνατον να περιγραφεί τι έγινε τότε. Οι τρεις καλόγεροι, οι τρεις παπάδες και οι τρεις δεσποτάδες, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα ράσα τους, έβγαζαν φωνές απεγνωσμένες…
Κολασμένος βράχος! Σπάρθηκε με τα κόκαλα ανεκτίμητων παλικαριών μας. Μα θα γίνει σύμβολο. Θα μάθει όλη η Ελλάδα το μαρτύριο που τραβήξαμε μόνο και μόνο για τη λευτεριά της. Όχι γιατί αγαπούσαμε απλά τη ζωή μας. Μα γιατί αγαπούσαμε την Ελλάδα και το λαό της – O Μενέλαος Μούστος (Δάφνης) στο βιβλίο του «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας…
Πήραν μ’ αλαλαγμούς κι ενθουσιασμό οι νέοι να φτιάξουν τα παλιά αραγμένα καράβια. Έβαλαν καινούργια σκοινιά και πανιά, έξυσαν τα φύκια, άλλαξαν τα κατάρτια, κλείσαν τις πληγές πούχαν τα σκαριά κι έβαλαν πιο σοφά τιμόνια. Και τραγουδούσαν τραγούδια άγρια, νίκης και πόλεμου, κι έβλεπαν από τώρα δόξες, μάχες κι εχθρούς νικημένους!
Ούτε νερό, ούτε φως, ούτε καν ένας χωματόδρομος χαραγμένος στη συνοικία τους. Κι είναι εργάτες. Χάνουν μεροκάματα, με τα πηγαινέλα στο Δημαρχείο. Η ευθύνη βλέπεις…Όταν είσαι Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Άνω Νέας Κυψέλης, έχεις χρέος να νιαστείς να φτιάξει ο Δήμος, αυτά που γράφει το χαρτί…
– Αν εμείς εδώ σηκώσουμε τα χέρια και το Κόμμα όξω πάψει να παλαίβει, τότε στον αιώνα τον άπαντα Επανάσταση δε γίνεται. Κίνημα χωρίς αισιοδοξία δε μπορεί να υπάρχει, αλλά και να πιστεύουμε πως ο Μεταξάς θα πέσει σε λίγες μέρες, μήνες το πολύ!…Αν προσέξατε, το μεγαλύτερο ποσοστό των δηλώσεων ανθρώπων αναλογεί στους υπεραισιόδοξους…
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
Η μεγάλη ιστορία τού έτυχε ένα βράδυ που είχε γίνει τάβλα στο μεθύσι. Αντί για παγκάκι, πήγε και ξάπλωσε κάτω από το άγαλμα του Ζάππα. Έκανε κρύο τσουχτερό εκείνο το βράδυ, μα ο Βαγγέλης δεν το έπαιρνε μυρουδιά – είχε φωτιά στα σπλάχνα του και τον ζέσταινε. Εκείνο το βράδυ, όμως, έτυχε να βγει «παγανιά» η αστυνομία…
Από ψηλά φαίνονταν τα δύο χωριά, το ελληνικό και το τουρκικό. Το ελληνικό ήταν πιο πλούσιο, είχε χρώματα, κεραμίδια, βαμμένους τοίχους, τσιμέντο, ενώ το τουρκικό ήταν μια συνέχεια χώματος, σπίτια από πλιθάρι, σαν τα αραβικά χωριά στην έρημο, (…) στο βάθος ο Πενταδάκτυλος.
Ξαγριωμένοι πια οι οπλοφόροι, χύμησαν πάνω του με τους υποκόπανους και το κυνήγησαν μακριά, πετώντας του ξύλα και πέτρες. Αλλά με νέο κύκλο τ’ άλογο, πιο μεγάλο μέσ’ απ’ τα χωράφια, ξαναβγήκε με νέο μπουλούκι από πιο πολλούς χωριάτες στο δρόμο.
Η συγκέντρωση πέρασε ήσυχη – οι απεργοσπάστες δεν τόλμησαν να κινηθούν – κι έτσι μπόρεσα και τον είδα από κοντά το Σάκη. Δεν είχε καθόλου αλλάξει ο παιδικός μου φίλος. Καθόλου μα καθόλου. Σε μια στιγμή θάρεψα μάλιστα πως δεν ήτανε συγκέντρωση απεργών εκείνη μα πως είχαμε στο γήπεδο μαζευτεί να παίξουμε ποδόσφαιρο με τη μπάλα του Σάκη…