Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά. Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της…
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο – τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος…
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Είμαι κι εγώ ένα παιδί ταλαιπωρημένων αριστερών αγωνιστών. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών αποτελούσαν μέρος της καθημερινής μας ζωής όταν ήμαστε παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους αντάρτες της Πελοποννήσου που πιάστηκαν μετά το τέλος του Εμφυλίου. Προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας κι έπεσε σ’ ένα περίπολο της χωροφυλακής…
Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;
«Τι περιμένεις;» ρωτούσε η φωνή. «Αυτός είναι ένας φασίστας, ένας φονιάς. Γιατί δεν το σκοτώνεις;» «Δεν είναι όλοι φονιάδες», έλεγε η άλλη φωνή. «Για σκέψου το Γερμανό αντάρτη που οι δικοί μας τον φωνάζουν Μανώλη…Αυτός δεν είναι φίλος του πατέρα σου;»…
Ένα λογοτεχνικό κείμενο για το θάνατο του Πάμπλο Νερούδα (23 του Σεπτέμβρη 1973) από το βιβλίο του Αντόνιο Σκάρμετα, Ο Ταχυδρόμος του Νερούδα (αυτό που έγινε ταινία).
Η ανακοίνωση του κόμματός ου περί αποκηρύξεώς μου είχε σκοπό να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό και οφείλεται σε σφαλερές ενδείξεις και υποβολιμαίες πληροφορίες. Είμαι βέβαιος ότι το κόμμα μου θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημά μου.
Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυό καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.
Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς.