Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;
«Τι περιμένεις;» ρωτούσε η φωνή. «Αυτός είναι ένας φασίστας, ένας φονιάς. Γιατί δεν το σκοτώνεις;» «Δεν είναι όλοι φονιάδες», έλεγε η άλλη φωνή. «Για σκέψου το Γερμανό αντάρτη που οι δικοί μας τον φωνάζουν Μανώλη…Αυτός δεν είναι φίλος του πατέρα σου;»…
Ένα λογοτεχνικό κείμενο για το θάνατο του Πάμπλο Νερούδα (23 του Σεπτέμβρη 1973) από το βιβλίο του Αντόνιο Σκάρμετα, Ο Ταχυδρόμος του Νερούδα (αυτό που έγινε ταινία).
Η ανακοίνωση του κόμματός ου περί αποκηρύξεώς μου είχε σκοπό να προφυλάξει το κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό και οφείλεται σε σφαλερές ενδείξεις και υποβολιμαίες πληροφορίες. Είμαι βέβαιος ότι το κόμμα μου θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημά μου.
Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυό καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.
Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς.
Γραμμένο στη διάρκεια του αντάρτικου, και με υπέρτιτλο «Τύποι του στρατού μας», το κείμενο μάλλον προοριζόταν για δημοσίευση σε αντιστασιακό έντυπο της Κατοχής είτε και δημοσιεύτηκε αλλά το αγνοούμε.
Το Αιγαίο, σειρά διηγημάτων που ο Ηλίας Βενέζης έγραψε το 1941, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: θερμή κι αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοσοφημένη διάθεση, χαμηλότονη γοητεία γραφής και, βέβαια, αυτή την έντονη νοσταλγία επιστροφής προς την πατρίδα που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.
Μυστήριο η αγάπη που δείχνει στα μαλλιά του ο φαντάρος. Τις πρώτες μέρες χτενίζει με μανία τις κοντές τρίχες, να στρώσουνε. Κι ο τυχερός, που το τομάρι της κούτρας του είναι λαδερό και φουντώνει εύκολα, τ’ αναμετράει κάθε πέντε και λιγάκι με του συνάδελφου – σου ’ρχεται να του τα ξεριζώσεις.
…Σου είπα την ιστορία αυτή όπως ακριβώς έγινε, δηλαδή όπως τα θυμάμαι. Και μη μου την αλλάξεις, άστην έτσι, καλά – αχαμνά άστα όλα έτσι.