– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή;
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ θεωρείται ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που έγραψαν στην ισπανική γλώσσα, κατά τον 20ο αιώνα. Tα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ενώ οι συνεχείς επανεκδόσεις του συνόλου του έργου του, επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στους κλασικούς συγγραφείς.
– Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δόστε τους σφαίρες.
Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.
Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν.
Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη Βασίλη…
—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!
Τα Τοπόλιανα είναι ένα όμορφο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, παραδοσιακά γνωστό για τους χωρατατζήδες κατοίκους του και τις φάρσες που σκάρωναν (και σκαρώνουν) μεταξύ τους, αλλά και …στους μουσαφιραίους. Σε μια τέτοια αθώα φάρσα «πρωταγωνιστεί» και ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης.
Η ιστορία είναι αληθινή κι ο Παρνασσός πρόσωπο υπαρκτό, ή μάλλον δυο πρόσωπα. Μόλις σκοτώθηκε, ο Παρνασσός, τ’ άρματά του ζώστηκε και μαζί το ψευδώνυμό του, ο αδελφός του.
Στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, στους μεγάλους δρόμους, στις παρόδους, που πέφτουν μέσα και βροντάν σαν κρεμαστά ποτάμια, βράζει θυμός γίγαντα που πάλαιψε με θηρία και πάνε τώρα να του τη σκάσουν τζουτζέδες. Καταλαβαίνει ότι συνωμοτούν να τον διπλώσουν σε σκοτεινά παιχνίδια κ’ η αγαθή ψυχή μαζεύει σύννεφα, γίνεται πηχτός ουρανός έτοιμος να ρίξει φωτιές…