Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν.
Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη Βασίλη…
—Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες!
Τα Τοπόλιανα είναι ένα όμορφο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, παραδοσιακά γνωστό για τους χωρατατζήδες κατοίκους του και τις φάρσες που σκάρωναν (και σκαρώνουν) μεταξύ τους, αλλά και …στους μουσαφιραίους. Σε μια τέτοια αθώα φάρσα «πρωταγωνιστεί» και ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης.
Η ιστορία είναι αληθινή κι ο Παρνασσός πρόσωπο υπαρκτό, ή μάλλον δυο πρόσωπα. Μόλις σκοτώθηκε, ο Παρνασσός, τ’ άρματά του ζώστηκε και μαζί το ψευδώνυμό του, ο αδελφός του.
Στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, στους μεγάλους δρόμους, στις παρόδους, που πέφτουν μέσα και βροντάν σαν κρεμαστά ποτάμια, βράζει θυμός γίγαντα που πάλαιψε με θηρία και πάνε τώρα να του τη σκάσουν τζουτζέδες. Καταλαβαίνει ότι συνωμοτούν να τον διπλώσουν σε σκοτεινά παιχνίδια κ’ η αγαθή ψυχή μαζεύει σύννεφα, γίνεται πηχτός ουρανός έτοιμος να ρίξει φωτιές…
Είναι αδύνατη η επικράτηση του σοσιαλισμού; Αφού υποστηρίξατε τι είναι αδύνατον να συμβεί, αφήστε με να σας αποδείξω τι είναι αναπόφευκτο. Θα σας αναπτύξω το αναπόφευκτο της πτώσης του καπιταλιστικού συστήματος και θα σας αποδείξω με αριθμούς τα αίτια της πτώσης του.
Διήγημα του Δημήτρη (Τάκη) Χατζή, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, σπουδαίου λογοτέχνη – συγγραφέα, που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 13 του Νοέμβρη 1913.
Και τι είναι αυτός ο Τσάρος τέλος πάντων; Μια νούλα! Κι’ η Τσαρίνα; Ξέρεις τι είναι; Μια π…! Κάνουνε πόλεμο, ο πλούσιος μαζεύει πλούτια, κι’ εμείς σκοτωνόμαστε…«Αυτή είναι η κοινωνία που τη φτιάξανε τέτοια απ’ τα παλιά χρόνια για το συμφέρο τους…Κι’ εσύ, κοζάκε, δούλευε, δούλευε σκλάβος όλη σου τη ζωή, και στο τέλος θα πάρεις τον…ξύλινο σταυρό του νεκροταφείου!»
Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή…δώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις…