Τότε που με απόλυσαν από το κρατητήριο και μ’ έπνιγε η ντροπή και ζούσα την περιφρόνηση του κόσμου, είδα μια μέρα στο συρτάρι της τουαλέτας – μου μιλούσε κι έκλαιγε – την κόκκινη ντάλια, φυλαγμένη πώς και πώς στο κουτί. Ήξερα πως δεν πρόκειται να την καρφιτσώσω άλλο στο πέτο μου, μα και δεν μου έκανε καρδιά να την πετάξω.
Σ’ αυτή τη βράχινη γη το τραγούδι είναι τροφή και βάλσαμο, μαζί του γίνονται πλατάνια οι καρδιές κι ο λυγμός γίνεται αηδόνι στα κλωνάρια τους τόσο γλυκόλαλο που τις συνοδεύει ως το θάνατο.
«Και δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η κυριολεχτικά ζωοδότρα επίδραση που είχαν τα σοβιετικά βιβλία στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ένοπλου αγώνα. Στο σακίδιο των αγωνιστών της λευτεριάς μπορεί να μην έβρισκες ψωμί μέσα, αλλά βιβλία…θάβρισκες σίγουρα»
Ποτέ δε θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους όπως εκείνος… Είναι πάρα πολλοί, ξαναγεννιούνται συνεχώς… Η δύναμή τους είναι μεταδοτική. Βαδίζουν μπρος από το μέλλον… Όλα μπορούν να ξεχαστούν, όχι η δική τους εμπιστοσύνη στη ζωή…
Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή.
Έψαξε η γριά, βρήκε το κεφάλι του γιου της, το δίπλωσε στην ποδιά της και γύρισε στο σπίτι της που την περίμενε ο γέρος της. Το ’πλυναν οι δυο τους, το ’θαψαν κι ύστερα πήραν τους δρόμους.
Αφιερώνεται σ’ όλους εκείνους που θα πουν: «Αυτό δεν αφορά εμένα».
Τον Οκτώβρη του 1956, ύστερα από οκτώμισι χρόνια παραμονής του Γιώργου Φαρσακίδη σε στρατόπεδα εξορίας, θα του χορηγηθεί «τρίμηνη άδεια» με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Στη Λήμνο ο Γ. Φαρσακίδης με το φίλο του Μήτσο Τσάρα, θα αλλάξουνε πλοίο και θα κατέβουνε στην Αθήνα.
“Όταν είχα ολοκληρώσει τα κείμενα, είπα να κάνω χρήση της πάντα τόσο φιλικής διάθεσης του Γιάννη Ρίτσου – μ’ όλη τη βιαστική δουλειά, που όπως πληροφορήθηκα, είχε εκείνες τις μέρες. Να μοιραστώ μαζί του την αγωνία που μ’ έτρωγε και τους ενδοιασμούς για το… τόλμημα…”
Τα οράματα δεν σβήνουν με το θάνατο. Τα παίρνουν οι αγέρες και τα φυτεύουν σ’ άλλους. Γι’ αυτό, πεθαίνοντας χαμογελάς. Γιατί πάλεψες για την πατρίδα σου. Γιατί στάθηκες ντρέτος, κάνοντας πάντοτε το καλό.