Γραμμένο από τον Παύλο Σιδηρόπουλο σε ηλικία 16-17χρονών μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει με τον πατέρα του στη Γιουγκοσλαβία, σ’ ένα μικρό τετράδιο που είχε μαζί του, και γέμιζε τις σελίδες του όπως ένα ημερολόγιο.
«- Μια μάνα κουβάλησε τον Κώστα μου εδώ. Της χρωστάω να κουβαλήσω το λαβωμένο της παιδί απόψε…»
«Ο βλάχος ήταν πιο στεγνός, δεν είχε αυτό το χαμόγελο. Ήταν ψαρομάλλης, τσαγκός, φωνακλάς και βλάσφημος. Μια ρομφαία. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ψηλός, με στήθος λίγο σκαμμένο. Μ’ έναν αέρα λύπησης κι αγρύπνιας στο πρόσωπο. Αν δε φας θαλασσινά στου βλάχου δεν ξέρεις τι θα πει Θεσσαλονίκη…»
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στρατής Μυριβήλης βρίσκεται να πολεμάει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Εκεί, μέσα στα χαρακώματα, γράφει και το έργο του Η ζωή εν τάφω, από τα πιο σπουδαία αντιπολεμικά βιβλία. Από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ο Στρ, Μυριβήλης γεννήθηκε στη Συκαμιά Λέσβου στις 30 του Ιούνη 1890 και πέθανε στις 19 του Ιούλη 1969.
Τα έργα του Τσέχωφ έγιναν οικουμενικά και διαχρονικά γιατί αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση, τους χαρακτήρες με τις αρετές, τα ελαττώματα και τα πάθη που χαρακτηρίζουν όλους τους ανθρώπους, αλλά και τα κακώς κείμενα της ρωσικής κοινωνίας εκείνης της εποχής.
Ο Φώτης Κόντογλου (γεννήθηκε στις 8 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Ιούλη 1965) υπήρξε από τους κορυφαίους ζωγράφους της χώρας μας και σημαντικός πνευματικός δημιουργός του 20ου αιώνα.
“Μας κυνηγούν, λένε. Ό,τι έκαναν και σ’ εμένα. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ’ εμένα το ίδιο κάνανε…”
Πριν γίνει γνωστός σε όλους μέσα από τη συνεργασία του με τον Θάνο Μικρούτσικο, ποιήματα και μικρά πεζά του Άλκη Αλκαίου δημοσιεύονταν στις σελίδες του Ριζοσπάστη. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στις 12 του Γενάρη 1978 και είχε τίτλο Εργάτες σαν το ατσάλι.
Ο γραπτός λόγος ήταν για τον Μαξίμ Γκόρκι το «όπλο» που αποκαλύπτει την εκμετάλλευση των προλεταρίων της εποχής του και την αναγκαιότητα του συνειδητού ξεσηκωμού των καταπιεσμένων, την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από αφέντες και δούλους.
«Γιατί κρατάς αυτό το κόκκινο πανί, μπάρμπα;» «Είναι το αίμα μου, παιδί μου.» Με κοίταξε ίσια στα μάτια κι άλλη λέξη δεν είπε, ήταν σαν με κάρφωσε με μαχαίρι. Παρακάτω τους περίμεναν κι άλλοι εργατικοί άνθρωποι και παρακάτω άλλοι κι άλλοι κι άλλοι και φώναζαν όλοι μαζί. Μυαλωμένα πράματα έλεγαν. Άρχισα να φωνάζω κι εγώ.