Κριτική παρουσίαση της Νόπης Ταχματζίδου, για το έργο του Κωνσταντίνου Λίχνου “Αδιέξοδοι Καιροί”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γράφημα πρόσφατα.
Η ταξική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, οι εργατικοί αγώνες και η καταστολή τους, συχνά ένοπλη με τραυματίες και νεκρούς, συνιστούν το κοινό ιστορικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο οι δύο αφηγήσεις φιλοτεχνούν δύο διαφορετικές και αντιστικτικές μεταξύ τους εργατικές ταξικές εμπειρίες και ταυτότητες.
Εξήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του αντιπολεμικού μυθιστορήματος (1962) | «Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν»
Αλήθεια, γιατί τα τράβηξε όλα αυτά η Όπη; Τι το κακό έκανε αυτή η μικρή Μπουμπουλινίτσα; Το ότι αγάπησε πολύ την πατρίδα της, το ότι δεν το άντεχε η μικρή της καρδιά να την βλέπει σκλαβωμένη; Το ότι έκανε το υπεράνω όλων χρέος της, αυτό ήταν το αμάρτημά της και της αναποδογύρισαν όλη τη ζωή;
Μια ξεχωριστή ανθολογία διηγημάτων, τόσο στην Τεχνοτροπία γραφής των κειμένων που την απαρτίζουν (που είναι αμιγώς ρεαλιστική), όσο και στην θεματική της σύνδεση (κάθε έργο αναδεικνύει πραγματικά ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο 1900-1930)
Αχ πότε πια θα τελειώση αυτός ο πόλεμος. Δυό χρόνια λείπεις από το σπίτι σου. Κάθε μέρα που ανοίγω το παράθυρο κυττάζω το δρόμο…Η πατρίδα κ’ η πατρίδα. Όλο η πατρίδα. Μα η γυναίκα, το παιδί; Λοιπόν να ρθης. Είνε καιρός να κάνετε ειρήνη. Τι καταλαβαίνετε πια, δε βαρεθήκατε;
Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου…
Με παραμύθια μεγάλωσε ο Ναζίμ Χικμέτ. Και έμαθε να τα αγαπά και να τα εκτιμά. Γνώριζε καλά πως μέσα από τα λαϊκά παραμύθια μπορούσε να φτάσει μέχρι την καρδιά του αποδέκτη του, του λαού, και να υποβάλει διακριτικά και αβίαστα πρότυπα και αξίες.
Μετανάστης, λαθρομετανάστης, πρόσφυγας, ανεπιθύμητος. Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους. Ξένος σε ξένη χώρα. Διωγμένος από την πατρίδα σου,– την κάναμε δική μας…Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι…
Ήταν ένα μικρό σαραβαλιασμένο ραδιάκι που με δυσκολία έπιανε τα FM. Γέρικο και ταλαιπωρημένο εν γένει, η κεραία του στραβή σαν κέρατο – όσο πάσκιζε ο κυρ Ευγένης να τη συνεφέρει, να την ισιώσει, τόσο περισσότερο στράβωνε. Ο θάλαμος μπαταριών σπασμένος και σκουριασμένοι οι πόλοι επαφής. Για να συνεχίσει να παίζει, του ’βαζε δυο μεγάλες, πλακέ μπαταρίες «TIGER» από κείνες τις μετακατοχικές…