Σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος λογοτέχνης του λαού μας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος.
Τα γαλάζια μάτια του έκρυβαν την παγωμένη αστραπή του ατσαλιού που εμφανιζόταν όταν τον καλούσαν σε δράση, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις…Και, παρότι τα λιονταρίσια χαρακτηριστικά του ήταν εκεί, δεν του έλειπε μια κάποια τρυφερότητα, ένα ίχνος γυναικείων χαρακτηριστικών που μαρτυρούσε τη συναισθηματική του φύση…
Στην άλλη πλευρά είχε ανηφόρα και σπρώξιμο και ξανά σκαρφάλωμα. Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι σ’ αυτό το δύσκολο σκαρφάλωμα. Πουθενά δεν μαυρίζεις τόσο όσο στα βουνά τον χειμώνα. Ούτε πεινάς τόσο. Ούτε διψάς τόσο!…βγάλαμε τα σκούρα, στο χρώμα του κεχριμπαριού, γυαλιά και αντικρίσαμε έναν φωτεινό, νέο κόσμο.
Νέος δίσκος – Ένα νέο εμβληματικό έργο βασισμένο στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τη μουσική του Αντώνη Μιτζέλου
«Ναι, ξύλινο! Από τον καιρό που του κόψανε το χέρι το κανονικό, έχει ένα ξύλινο!» συνέχισε και πριν ρουφήξει τη μύτη του, πρόλαβε να συμπληρώσει, «Επειδή το ψεύτικο χέρι είναι άσχημο, γι’ αυτό φορά το γάντι. Για να το κρύβει»…
Οι λευκοί απέναντι τουφεκάνε με βάρδιες, οι μισοί πολεμούν, οι άλλοι μισοί χώνονται πίσω από τ’ αυτοκίνητα και πίνουν μπύρα, κυκλοφορούν με μιάν άνεση και μια βεβαιότητα πως οι μαύροι δεν μπορούν να τούς πετύχουν. Κάπου – κάπου βάζουν το μεγάφωνο τού αυτοκινήτου να φωνάζει: «αυτές οι σφαίρες είναι φτιαγμένες από λευκούς για να σκοτώνουν μαύρους»…
Όταν τον είδα, κατάλαβα μονομιάς πως η παρουσία του εδώ μέσα θα εσήμανε την καταστροφή μου: σοβαρός, σεμνός, αξιοπρεπής, με ένα πρόσωπο που συνδύαζε την τιμιότητα με την ικανότητα, την ταχύτητα της αντίληψης με τη νομιμοφροσύνη. Θα με υποσκέλιζε – θα μου έπαιρνε τη θέση μου…
Ήθελαν να αναπτύξουν δράση. Αλλά δεν ήξεραν πώς και με ποια μέσα. Ο μικροαστισμός τους αναζητούσε ανυπόμονα γρήγορες λύσεις και έφτανε μέχρι και τα πιο ακραία μέσα. Έκαναν λόγο πως κάπου υπήρχαν κάτι κρυμμένα όπλα! Και σκέφτονταν, λέει, να τα βρουν, να τα πάρουν και να το σηκώσουν «αντάρτικο»!…
Ήταν μια κούρσα παράξενη: Μια κηδεία να καλπάζει, όλο και πιο γρήγορα, μέσα στο δρόμο, μ’ έναν κουτσό παπά γέρνοντας απ’ την κουτσαμάρα του μια δώθε, μια κείθε και μ’ έναν ανθρωπάκο πίσω απ’ το φέρετρο να τού κάνει αντίστιξη, ταλαντεύοντας — έτσι όπως προχωρούσε σπασμένος — το σώμα του αντίστροφα…
Από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της εποχής του, ο Κώστας Παρορίτης, συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας λογοτεχνίας.