«Ναι, ξύλινο! Από τον καιρό που του κόψανε το χέρι το κανονικό, έχει ένα ξύλινο!» συνέχισε και πριν ρουφήξει τη μύτη του, πρόλαβε να συμπληρώσει, «Επειδή το ψεύτικο χέρι είναι άσχημο, γι’ αυτό φορά το γάντι. Για να το κρύβει»…
Οι λευκοί απέναντι τουφεκάνε με βάρδιες, οι μισοί πολεμούν, οι άλλοι μισοί χώνονται πίσω από τ’ αυτοκίνητα και πίνουν μπύρα, κυκλοφορούν με μιάν άνεση και μια βεβαιότητα πως οι μαύροι δεν μπορούν να τούς πετύχουν. Κάπου – κάπου βάζουν το μεγάφωνο τού αυτοκινήτου να φωνάζει: «αυτές οι σφαίρες είναι φτιαγμένες από λευκούς για να σκοτώνουν μαύρους»…
Όταν τον είδα, κατάλαβα μονομιάς πως η παρουσία του εδώ μέσα θα εσήμανε την καταστροφή μου: σοβαρός, σεμνός, αξιοπρεπής, με ένα πρόσωπο που συνδύαζε την τιμιότητα με την ικανότητα, την ταχύτητα της αντίληψης με τη νομιμοφροσύνη. Θα με υποσκέλιζε – θα μου έπαιρνε τη θέση μου…
Ήθελαν να αναπτύξουν δράση. Αλλά δεν ήξεραν πώς και με ποια μέσα. Ο μικροαστισμός τους αναζητούσε ανυπόμονα γρήγορες λύσεις και έφτανε μέχρι και τα πιο ακραία μέσα. Έκαναν λόγο πως κάπου υπήρχαν κάτι κρυμμένα όπλα! Και σκέφτονταν, λέει, να τα βρουν, να τα πάρουν και να το σηκώσουν «αντάρτικο»!…
Ήταν μια κούρσα παράξενη: Μια κηδεία να καλπάζει, όλο και πιο γρήγορα, μέσα στο δρόμο, μ’ έναν κουτσό παπά γέρνοντας απ’ την κουτσαμάρα του μια δώθε, μια κείθε και μ’ έναν ανθρωπάκο πίσω απ’ το φέρετρο να τού κάνει αντίστιξη, ταλαντεύοντας — έτσι όπως προχωρούσε σπασμένος — το σώμα του αντίστροφα…
Από τους πιο συνεπείς σοσιαλιστές συγγραφείς της εποχής του, ο Κώστας Παρορίτης, συγκαταλέγεται στους προδρόμους της προοδευτικής μας λογοτεχνίας.
«Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηροδρόμους, αυτοί που αφήσανε δουλειές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.»
Οι οκτώ συλλογές διηγημάτων της Αλεξίου καλύπτουν χρονικά όλη την ενεργή – δημιουργική συγγραφική της περίοδο και αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της πεζογραφίας της – Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη»
Βλέπεις κατά πως σου ’λεγα, τον οχτρό τον πολεμάς και με χωρίς πόδια. Φτάνει να ‘χεις μέσα σου τον πόθο της λευτεριάς σα φλόγα, να σ’ οδηγάει στα μεγάλα…Ο λοχαγός Νίκος Τσαμαδός, ήταν ένας από κεινούς που τα ’δωσε όλα. Σιγά-σιγά…
Όταν κατέβασαν το σεντόνι, οι δυο γυναίκες έβαλαν πάλι τις φωνές. Ήταν ίδιος ο παππούς του ο Γιώργης, όταν τον ξεθάψαν από τον τάφο στα τρία χρόνια. Μόνο μαύρο δέρμα και κόκκαλα, ίδιος λείψανο αγίου.