– Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που κάνω, είπε. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα, γιατί δεν ενοχλείται κανείς. Ίσως νάναι όλοι τους πεθαμένοι…
Πρέπει να ήταν ένα απ’ τα Φεστιβάλ στο Περιστέρι, μυριάδες κόσμος! Ξαμολήθηκε ο Πετρής κι άντε να τον πιάσεις! Πρώτα στη Διεθνούπολη… Μετά στους πάγκους με τα βιβλία… Μαγνητιζόταν από τη φωνή και τη μορφή του Κατράκη πάνω στη σκηνή… Αλλά η στιγμή που κατά κυριολεξία ριγούσε το κορμί και η ψυχή του, ήταν όταν άκουγε τη φωνή του Ρίτσου…
Ο άνθρωπος ήθελε λίγη δόξα. Είναι τόσο χαριτωμένο πραματάκι αυτή η δόξα, η οποιαδήποτε δόξα! Τη ζήτησε επιμόνως από την πρώτη του νεότητα. Είχε όμως συνεχείς και απρόβλεπτες αποτυχίες…
Αυτή ήταν μια από τις άγρυπνες νύχτες του Τζορτζ. Έρχονταν αμέσως μόλις τελείωνε την ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος μυθιστορήματος και έμενε ξαπλωμένος και φανταζόταν πως όλα αυτά τα πράγματα συνέβαιναν στον ίδιο…
Έν’ αστεράκι μικρό, νιόβγαλτο, π’ άμα τόξυνες με το νύχι σου θα ξέφτιζε τ’ ασήμι του, είπε να πάει ενάντια στην προσταγή του φεγγαριού… κι ωπ, έδωκε μια πηδηξιά και χάθηκε κατά το νότο…
Εργατικό ατύχημα είπαν. Τα δάκρυα έπεφταν στο δάπεδο πικρά και η γειτονιά σήκωσε στα δικά της πονεμένα χέρια το τρυφερό παλικαράκι του κυρ Κώστα. Με μια σημαία στο σώμα του κόκκινη για συντροφιά και λίγο χώμα για το στερνό και άδικό του ταξίδι.
“… τα μάτια, σύντροφέ μου!… Και τούτα δω στην πόλη σου, κι εκείνα εκεί το Δεκέμβρη στην Αθήνα, κι άλλα, χιλιάδες τέτοια μάτια, που μοιάζουνε με τ’ άστρα. Σβήνουν, μα η φεγγοβολή τους σκίζει αδιάκοπα τη νύχτα, που μας ζώνει!..”
Ζήτω τα παπούτσια με τα σημάδια του καπνού και της ανταρσίας, με τη βουή του δρόμου και της σειρήνας που καλεί μα ποτέ δε σχολάει, τα παπούτσια των χαλυβουργείων, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, των τενεκετζίδικων, των λαστιχάδικων, αυτής της χαϊδεμένης, της ακατάδεχτης εργατικής τάξης των ονείρων μας.
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε…
Το Σωματείο γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να μην το μάθουν τα αφεντικά. Στρίφνωσαν. Ο Βασίλης το κατάλαβε από τις εχθρικές ματιές που του ‘ριχνε τώρα το αφεντικό στα βουβά. Κι ήρθε η πρώτη σύγκρουση…