Έν’ αστεράκι μικρό, νιόβγαλτο, π’ άμα τόξυνες με το νύχι σου θα ξέφτιζε τ’ ασήμι του, είπε να πάει ενάντια στην προσταγή του φεγγαριού… κι ωπ, έδωκε μια πηδηξιά και χάθηκε κατά το νότο…
Εργατικό ατύχημα είπαν. Τα δάκρυα έπεφταν στο δάπεδο πικρά και η γειτονιά σήκωσε στα δικά της πονεμένα χέρια το τρυφερό παλικαράκι του κυρ Κώστα. Με μια σημαία στο σώμα του κόκκινη για συντροφιά και λίγο χώμα για το στερνό και άδικό του ταξίδι.
“… τα μάτια, σύντροφέ μου!… Και τούτα δω στην πόλη σου, κι εκείνα εκεί το Δεκέμβρη στην Αθήνα, κι άλλα, χιλιάδες τέτοια μάτια, που μοιάζουνε με τ’ άστρα. Σβήνουν, μα η φεγγοβολή τους σκίζει αδιάκοπα τη νύχτα, που μας ζώνει!..”
Ζήτω τα παπούτσια με τα σημάδια του καπνού και της ανταρσίας, με τη βουή του δρόμου και της σειρήνας που καλεί μα ποτέ δε σχολάει, τα παπούτσια των χαλυβουργείων, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, των τενεκετζίδικων, των λαστιχάδικων, αυτής της χαϊδεμένης, της ακατάδεχτης εργατικής τάξης των ονείρων μας.
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε…
Το Σωματείο γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να μην το μάθουν τα αφεντικά. Στρίφνωσαν. Ο Βασίλης το κατάλαβε από τις εχθρικές ματιές που του ‘ριχνε τώρα το αφεντικό στα βουβά. Κι ήρθε η πρώτη σύγκρουση…
-Μα δε ζητάμε τίποτα το κακό. Ένσημα θέλουμε, να παίρνουμε δώρο τις γιορτές και να δουλεύουμε εφτά ώρες γιατί είναι βαριά η δουλιά μας. -Σκάσε, παλιο-αριστερέ, αναρχικέ! Μέσα! φώναξε.
Ω! πόσο όμορφα αισθάνεσαι να νιώθεις πως υπάρχει μια απέραντη χώρα στον κόσμο όπου κανείς δε σε ρωτάει ούτε ποια είναι η θρησκεία σου ούτε ποια η υπηκοότητά σου. Σε ρωτάνε μονάχα… «Μήπως έζησες εκμεταλλευόμενος τους άλλους;…Μήπως δούλεψες ποτέ στην καπιταλιστική αστυνομία;» Αν απαντήσεις: «Όχι»…γίνεσαι πολίτης αυτής της απέραντης χώρας σα να είχες γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί…
Το αποτέλεσμα ήταν μια άσκημη πόλη σαράντα χιλιάδων κατοίκων, χτισμένη σε μιαν άσκημη κόχη ανάμεσα σε δύο άσκημα βουνά, βρωμισμένα από πάνω ως κάτω απ’ τα ορυχεία. Πάνωθέ της απλωνόταν ένας ουρανός βρωμιάρης, λες κι είχε και δαύτος βγει από τις τσιμινιέρες…
Το Γεράκι της Μάλτας κατέχει κεντρική θέση στο έργο του Ντάσιελ Χάμετ, είναι το γνωστότερο και ίσως το καλύτερο βιβλίο του Αμερικανού κομμουνιστή συγγραφέα. Το έργο αυτό έβγαλε οριστικά τον Χάμετ απ’ το γκέτο της αστυνομικής λογοτεχνίας και τον καταξίωσε σαν λογοτέχνη.