-Μα δε ζητάμε τίποτα το κακό. Ένσημα θέλουμε, να παίρνουμε δώρο τις γιορτές και να δουλεύουμε εφτά ώρες γιατί είναι βαριά η δουλιά μας. -Σκάσε, παλιο-αριστερέ, αναρχικέ! Μέσα! φώναξε.
Ω! πόσο όμορφα αισθάνεσαι να νιώθεις πως υπάρχει μια απέραντη χώρα στον κόσμο όπου κανείς δε σε ρωτάει ούτε ποια είναι η θρησκεία σου ούτε ποια η υπηκοότητά σου. Σε ρωτάνε μονάχα… «Μήπως έζησες εκμεταλλευόμενος τους άλλους;…Μήπως δούλεψες ποτέ στην καπιταλιστική αστυνομία;» Αν απαντήσεις: «Όχι»…γίνεσαι πολίτης αυτής της απέραντης χώρας σα να είχες γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί…
Το αποτέλεσμα ήταν μια άσκημη πόλη σαράντα χιλιάδων κατοίκων, χτισμένη σε μιαν άσκημη κόχη ανάμεσα σε δύο άσκημα βουνά, βρωμισμένα από πάνω ως κάτω απ’ τα ορυχεία. Πάνωθέ της απλωνόταν ένας ουρανός βρωμιάρης, λες κι είχε και δαύτος βγει από τις τσιμινιέρες…
Το Γεράκι της Μάλτας κατέχει κεντρική θέση στο έργο του Ντάσιελ Χάμετ, είναι το γνωστότερο και ίσως το καλύτερο βιβλίο του Αμερικανού κομμουνιστή συγγραφέα. Το έργο αυτό έβγαλε οριστικά τον Χάμετ απ’ το γκέτο της αστυνομικής λογοτεχνίας και τον καταξίωσε σαν λογοτέχνη.
Δεν ήταν μαυραγορίτης ο κυρ Σπύρος, για τον άλλον δεν ξέρω. Τούς μεγάλους μαυραγορίτες που συνεργάζονται μαζί τους, που ρουφάνε το αίμα μας και θησαυρίζουν, ούτε που τούς αγγίζουν. Υποκριτές κι εγκληματίες!
Και η κοπέλα, ολόχρυση, έμεινε άφωνη μπρος στα πήλινα ανθρωπάκια που η δυστυχία είχε μεγαλειωδώς σμιλέψει και που για την ώρα ήταν καθισμένα σε καρέκλες στην κουζίνα, μα που ήταν χτες και που θάναι αύριο οι εκτελεστές. Και οι εκτελεσμένοι…
– «Νίκο, είσαι αδερφός μου. Δεν έχει σημασία που δε μοιάζουμε, που δεν έχουμε το ίδιο χρώμα, την ίδια θρησκεία και την ίδια μητρική γλώσσα. Εγώ σ’ αγαπώ όσο αγαπώ και τα βιολογικά αδέρφια μου!», απάντησε ο Μουτζάντ πιο σοβαρά από ποτέ…
Και μια μέρα, έτσι απλά όπως ανάπνεες ή γελούσες, με φώναξες για πρώτη φορά με τη δική σου πραγματική φωνή: «Μάνααα!». Η ανατέλλουσα συνείδησή σου με αναγνώριζε και με προσδιόριζε στον πιο μεγάλο και ουσιαστικό μου ρόλο: «Μάνα!»
Φρίκη! Εκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. Η πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Ακούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Τα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Και με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί…
Το διαχρονικής αξίας και πάντα επίκαιρο μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση, «…και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα», αποτελεί μια εξαιρετική πρόταση για διάβασμα – μελέτη του σοσιαλισμού μέσα από τη λογοτεχνία.