Να θυμάσαι πως σφύριζε μεσ’ τα αυτιά σου η σφαίρατην πατρίδα π’ ανάσταινες με ίδρωτα και αίμαΝα θυμάσαι τον σύντροφο που κοιμάται κει πέρανα θυμάσαι τι σου λεγε το στερνό του το βλέμμα
Ίσως δεν είναι ακόμη ένα λάθος Να΄ναι το πάτημα στραβό Παχύσαρκο το πάθος. Ίσως
«…Σα μάνα προς μητέρα, εγώ σε ειδοποιώ: συμβούλεψε το γιό σου στην Κούβα να μην έρθει…»
Σε μια σπάνια έκδοση, ένα μικρό βιβλιαράκι που τυπώθηκε τον Φλεβάρη του 1948 στη Θεσσαλονίκη, σε μόλις 300 αντίτυπα, με δική τους φροντίδα (και, πιθανότατα, έξοδα), οι ποιητές μας Κλείτος Κύρου και Μανόλης Αναγνωστάκης αποδίδουν στη γλώσσα μας δυο ποιήματα του μεγάλου Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
“Πάρα πολλοί σε αυτόν τον αγώνα σκληρό, Έχοντας βγάλει αυτά τα παρθένα εδάφη από την αιώνια λήθη Τάφο (οι)κονόμησαν στόν εαυτό τους φτωχό. “
Η Κατίνα Συμεωνίδου, έζησε τα γεγονότα κοριτσάκι, αλλά βοηθούσε – όπως όλα τότε – με όποιο τρόπο μπορούσε στην Αντίσταση. Ήταν γνωστή στην περιοχή για τη δράση της – και αργότερα βεβαίως. Αποφάσισε να γράψει αυτό το ποίημα από την καρδιά της, όπως είπε.
Ο Τσε δεν ήταν απλά ένας πιστός, φανατικός αναγνώστης της ποίησης. «Δοκιμάστηκε» απέναντί της γράφοντας ο ίδιος στίχους. Δεν διεκδίκησε από την ποίηση τίποτα περισσότερο πέρα από τη σχέση που απλωνόταν ανάμεσα στα όρια του σεβασμού και της απεριόριστης αγάπης.
Ο αγωνιστής ο συνετός, ο δάσκαλος, με τη βαλίτσα στο χέρι Θα στέκει φάρος κι οδηγός μέχρι το κόκκινό μας καλοκαίρι
Δε με σκοτώνουν τη φλόγα δεν μπορείς να την σκοτώσεις με νομικά βιβλία και δίνει τέτοιο φώς, μοναδικό, στο Ράιχσταγκ σας.
“Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου να την πας ως την άκρη του κόσμου… Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά στα παράθυρα των φυλακισμένων…”