Το αίμα που ’χαν τα κλαδιά επότισε το χώμα. Ανθίσανε, καρπίσανε, κι αγκαλιαστά γελούνε.
“…Δε ζητάμε άλλα δικαιώματα γιατί ξεχάσαμε πια το χειρισμό τους. Δε ζητάμε πιο πολλή επιείκεια γιατί δεν ξέρουμε καλά τον εαυτό μας.”
Αυτό που προσδοκάς δε θα το ζήσεις, σου μήνυσε μια μοίρα κάποιο βράδυ κι αλλιώτικα στον κόσμο να βαδίσεις για να ‘χεις στη ζωή κι εσύ μεράδι.
“…κι είναι κοντά η μανούλα σου που δε θ’ αφήσει να ’ρθει η καταχνιά και τη γαλήνη των ματιών σου να ταράξει…”
Η Έλενα Ριζίκοβα (Ranele) μεταφράζει Ιωσήφ Μπρόντσκι
Μάθαμε να σ’ αγαπάμε απ’ του μύθου την εξέδρα της γενναίας ψυχής σου ο ήλιος του θανάτου στήνει ενέδρα.
“Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ, φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα, κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους…”
“…Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός φέρνουμε τις μεγάλες μέρες το ξεσήκωμα των γυναικών είναι ξεσήκωμα όλης της ανθρωπότητας…”
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει…Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά…
«Συντάχθηκε στην Ανάφη και διορθώθηκε από τον σ. Γληνό»