Μου πήρε καιρό να καταλάβω πόσο εύκολα ξεχνούν οι άνθρωποι. Εσένα, πόσο θα σου πάρει να καταλάβεις, πως εκείνο το παιδί, ήταν και δικό σου παιδί.
Τη μέρα που θα πέθαινες θα σε απόθετα ολόγυμνη στη γη για να σκορπίσεις άχραντη στο χώμα, για να μπορώ το δέρμα σου να το γεμίζω με φιλιά μέσα στους χίλιους δρόμους, για να σου πλέκω τα μαλλιά σπαρμένα σε όλα τα ποτάμια.
“…Όλο για σένα γράφω και δεν τελειώνω Το σπίτι έγινε κόνισμα απ’ τη μορφή σου…”
Σιγή. Μονάχα μια ανεξήγητη ροπή προς τα μπρος. Μια παρόρμηση που δίνει στο βήμα μου την δύναμη χιλιάδων ποδιών. Στο κράτημά μου χιλιάδων χεριών. Στη φωνή μου χιλιάδων φωνών. Και ξάφνου, εκεί στην άκρη του κενού ένα χέρι. Το χέρι του Συντρόφου.
“Και να που φτάσαμε εδώ χωρίς αποσκευές μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι…”
Το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι… Τα μάτια της έλαμψαν από περηφάνια… Όχι, το εγγονάκι της δεν το λένε Θησέα… Κοριτσάκι είναι κι έχει τ’ όνομά της! Ελπίδα τη λένε, Ε λ π ί δ α!…
Από αύριο και για πάντα πάνω σ’ αυτή τη γη εμείς οι άνθρωποι Δεν θα ξέρουμε άλλο βάρος εξόν αυτό της ευτυχίας
Τέσσερα ποιήματα του Αλέκου Παναγούλη που γράφτηκαν στην απομόνωση.
Το μισογκρεμισμένο από τη μάχη σπίτι ονομάστηκε «Κάστρο του Υμηττού» και η ηρωική θυσία των τριών ΕΠΟΝιτών ενέπνευσε την ποιήτρια της Εθνικής μας Αντίστασης Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, δέκα μέρες μετά τη θυσία τους, να γράψει το παρακάτω ποίημα…
Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από το άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπορεί να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε…