Δυο ποιήματα του Γιώργου Κουτούβελα.
Ο ίδιος ο Νικολάς Γκιγιέν εμπιστεύτηκε στον Γιάννη Ρίτσο την ανέκδοτη ακόμη γαλλική μετάφραση του «Μεγάλου ζωολογικού κήπου» που έγινε απ’ τον Αϊτινό ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ. Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η ελληνική απόδοση. Στη συλλογή αυτή ο Γκιγιέν ασκεί μια οξύτατη σάτιρα για τα λογής λογής ανθρωποφάγα «ζώα» που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία…
μια μηχανή είναι απλώς μια μηχανή αλλά ο εργάτης που πέφτει είναι ο ίδιος με τον εργάτη που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο τα σημάδια από το αίμα είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
στέκεται ακόμη ντυμένη απόκρημνα. Την λεν μαρία και Μάγδα περισσότερο, και άλλα ονόματα πολλά ή δεν την λεν καθόλου. Γύρω θηρία κι ουρλιαχτά, κριτές κι επικριτές. Από ποια σπηλιά γυρίζεις, πες μου / Τι δεν είδες, τι δεν βρήκες / Ποιός δρόμος ράγισε, ποιό φως /πες μου φωνάζω σε πιστεύω…
Σε κάμπο ανθισμένο κρατήσου, Εκεί που τις μάχες σου δίνεις· Για όσα ποτέ δεν προδίνεις Θα παίζεις διαρκώς τη ζωή σου. (Χοσέ Μαρτί, Απλοί Στίχοι)
Εκείνος που ’πεσε − ίσως και να ’τανε συνεχώς ανύποπτος στους μελλοντικούς και πραγματικούς σκοπούς του, − δεν κατείχε κανέναν πυλώνα ενώ γνώριζε πότε αλλάζει φέρσιμο το σίδερο
“…Ποιος χτυπάει το τζάμι; Ένα πουλί! Φαντάστηκες ποτέ πουλί τόσο επίμονα με τη μύτη τικ τικ, τικ τικ κι έπειτα πάλι: τικ τικ… Τι θέλει το πουλί απ’ το δωμάτιο;…”
Την σπίθα έκλεψα την έκαμα φωτιά και μ’ έδεσαν οι θεοί στην μαύρη πέτρα, να μην ανάψω των ραγιάδων την καρδιά, να μην αλλάξω της ζωής τ’ άδικα μέτρα.
Σαρανταεφτά χρόνια έζησε ο Γ. Κοτζιούλας από τη γέννησή του το 1909 στην Πλατανούσα της Ηπείρου. Όραμά του: μια κοινωνία δικαιότερη και μια ζωή καλύτερη. Φανερή είναι η επίδραση του σοσιαλισμού σε έργα του.
Λένιν, τα ευχαριστώ μας δέξου από την άκρια της γης. Γιατί από τότε, οι αποφάσεις σου, και το περπάτημά σου τ’ αλαφρύ, τ’ αστραποβόλα μάτια σου, έρημους δεν αφήνουν τους λαούς μες στον αγώνα που τραβάει για τη χαρά. (Πάμπλο Νερούδα) * Για τα νιάτα της πατρίδας μου θέλω την ελπίδα του Λένιν. (Ρόκε Δάλτον)