Με την αίσθηση και με τη διορατικότητα που διαθέτει ο ζωγράφος Παναγιώτης (Τάκης) Βαρελάς, κατάφερε να συλλέξει αμύθητους θησαυρούς στην ψυχή και στο πνεύμα του. Κι όσο περνά ο καιρός η τέχνη κι δύναμη της ψυχής του ωριμάζουν κι ισχυροποιούνται κι αναδύουν καινούρια μηνύματα κι η προφητική φωνή του γίνεται σάλαγος και κραυγή για ν’ ακουστεί ως εκεί που θρηνούν των ανθρώπων τα όνειρα.
…”Πώς να μιλήσω περιττά Την ώρα που η σιωπή γύρω μας Τα καταγράφει όλα Με τόση σύνεση…”
Ο Καμίλο δεν λογάριαζε τον κίνδυνο, έπαιζε μαζί του, τον προκαλούσε, τον έλκυε και τον χειριζόταν. Για την αντάρτικη νοοτροπία του δεν μπορούσε ένα σύννεφο ν’ αλλάξει πορεία σε μια χαραγμένη γραμμή. (Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Ο Ανταρτοπόλεμος)
Ποίημα του Αντώνη Μπουντούρη
Δυο ποιήματα του Γιώργου Κουτούβελα.
Ο ίδιος ο Νικολάς Γκιγιέν εμπιστεύτηκε στον Γιάννη Ρίτσο την ανέκδοτη ακόμη γαλλική μετάφραση του «Μεγάλου ζωολογικού κήπου» που έγινε απ’ τον Αϊτινό ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ. Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η ελληνική απόδοση. Στη συλλογή αυτή ο Γκιγιέν ασκεί μια οξύτατη σάτιρα για τα λογής λογής ανθρωποφάγα «ζώα» που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία…
μια μηχανή είναι απλώς μια μηχανή αλλά ο εργάτης που πέφτει είναι ο ίδιος με τον εργάτη που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο τα σημάδια από το αίμα είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
στέκεται ακόμη ντυμένη απόκρημνα. Την λεν μαρία και Μάγδα περισσότερο, και άλλα ονόματα πολλά ή δεν την λεν καθόλου. Γύρω θηρία κι ουρλιαχτά, κριτές κι επικριτές. Από ποια σπηλιά γυρίζεις, πες μου / Τι δεν είδες, τι δεν βρήκες / Ποιός δρόμος ράγισε, ποιό φως /πες μου φωνάζω σε πιστεύω…
Σε κάμπο ανθισμένο κρατήσου, Εκεί που τις μάχες σου δίνεις· Για όσα ποτέ δεν προδίνεις Θα παίζεις διαρκώς τη ζωή σου. (Χοσέ Μαρτί, Απλοί Στίχοι)
Εκείνος που ’πεσε − ίσως και να ’τανε συνεχώς ανύποπτος στους μελλοντικούς και πραγματικούς σκοπούς του, − δεν κατείχε κανέναν πυλώνα ενώ γνώριζε πότε αλλάζει φέρσιμο το σίδερο