Τον Θοδόση Πιερίδη τον τιμάμε όχι μόνο σαν άνθρωπο του πνεύματος και της τέχνης, αλλά και σαν αγωνιστή, σαν κομμουνιστή, σαν άνθρωπο. Το ποιητικό έργο του είναι εμπνευσμένο από τους αγώνες του λαού δια λευτεριά, ειρήνη, κοινωνική πρόοδο. Ήταν κοντά στο λαό, μαζί με το λαό, ένα με το λαό. Ένοιωθε τους πόνους και τους στοχασμούς του λαού γι’ αυτό και τον απέδωσε σωστά, αληθινά στο έργο του.
Παρ’ όλες τις φανερές επιδράσεις των σοσιαλιστικών ιδεών στο έργο του, παρ’ όλο το φιλεργατισμό και τους οραματισμούς του για τη μελλοντική εξέλιξη της κοινωνίας, ο Παλαμάς δεν υπήρξε σοσιαλιστής. Η αγάπη που εκδηλώνει για την εργατιά, τα υλιστικά και διαλεχτικά στοιχεία της σκέψης του, δεν σημαίνουν και σοσιαλιστική ιδεολογία
Ανεπιτήδευτα μεγάλη. Δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν νοιαζόταν για την «υστεροφημία» της, δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν χώραγε στα κυκλώματα. Αν «κυνηγούσε τ’ όνειρό της», με την έννοια που έχει επικρατήσει στην κοινωνία που θεοποιεί το κέρδος, θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του απλού κόσμου.
Στις 3 του Γενάρη 1945, δολοφονείται από εγγλέζικο τανκ, στις μάχες της Αθήνας, ο 24χρονος Ευρυτάνας ποιητής και πρωταντάρτης του Άρη, Δώρης Άνθης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Ζωγραφόπουλος.
Ο Ρ. Γκόλφης ούτε γλωσσικές ιδέες άλλαξε, ούτε από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο πήδηξε στο αστικό. Αν και αποτραβηγμένος παρακολουθούσε την εσωτερική πολιτική κίνηση και την ανοδική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης. Στα χρόνια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου φώλιαζε μέσα του μίσος άσβεστο ενάντια στο φασισμό και χιτλερισμό.
Την Πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης, ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. «Ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο… Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της…», έλεγε.
Δε νιώθω οίκτο για τους αστούς τους ηττημένους. Κι όταν με παίρνει αποκάτω και λυπάμαι, σφίγγω τα δόντια και τα μάτια μου σφαλίζω. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς παπούτσια και τριαντάφυλλα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς καπέλο κι ούτε σύννεφα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες χωρίς πουκάμισο κι όνειρα. Θυμάμαι τις ατέλειωτές μου μέρες με το απαγορευμένο δέρμα μου.
Τίποτα – Τίποτα καλό σε σας δεν έχουν δώσει όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες και μεγάλοι. Ποιον περιμένετε ναρθεί; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;
Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά. Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι. Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Ας μας φέρουν οι ταξικοί μας αντίπαλοι ένα δικό τους τραγούδι, που να έχει έστω τη μισή χάρη, τη φρεσκάδα και τη λεβεντιά που έχουν τα τραγούδια της Εθνικής μας Αντίστασης. Δεν έχουν!! Κι ούτε ήταν δυνατό να ’χουν. Γιατί δεν ήταν μόνο ξένοι προς το φρόνημα και το αίσθημα του ελληνικού λαού, ξένοι προς τον υπέροχο πατριωτικό του αγώνα, μα στάθηκαν και φανατισμένοι εχθροί του.