Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, “Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε, “θα βρεις το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι “Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”
Χαρτί και πέτρα η Ευρώπη, στο χάρτη της σμπαράλια, τρέμει κι αιώνες καταρρέει χωρίς σταματημό. Μια θάλασσα στις φλόγες σαν βάλτος από πίσσα. Κι όσοι ως τα χτες για Αλήθεια και Δίκιο τραγουδήσαν πικρό έχουν τώρα ύπνο βαθιά στη μαύρη γη… Στάλιν, οδηγητή.
Κυβερνήτη, πολέμαρχε, εκεί που ένα στόμα για λευτεριά φωνάζει, εκεί που ένα αφτί αφουγκράζεται, εκεί που ένας στρατιώτης κόκκινος τους φαιοχίτωνες τσακίζει εκεί που η δάφνη της λευτεριάς βλασταίνει, εκεί που μια σημαία καινούργια βάφεται απ’ το αίμα της εξαίσιας χαραυγής μας, Μπολιβάρ, κυβερνήτη, εκεί μπορεί να δει κανείς το πρόσωπό σου.
Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη. Κ’ ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα, που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια. Εκεί στο σπίτι τους ανάμενε ζεστό φαγί και ζεστή αγκαλιά. Κ’ είτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα, πως έχουνε την πιο κ α ι ν ο ύ ρ ι α και την πιο μ ε γ ά λ η Καμπάνα σ’ όλη τη Γης.
“…Έχεις χρέος να μισείς αν το μίσος σου το σκοτάδι της νύχτας σκορπίζει να μισείς όποιον κλείνει τα μάτια σου να μη βλέπεις το φως που ροδίζει…”
…Ύφανε η νύχτα της ομίχλης πέπλα και, πριν φύγει, σκέπασε τα Καλάβρυτα με σάβανο θολό, πηχτό. Με κρύες γάζες τύλιξε των σκλάβων τις καρδιές, πικρή στη γέψη στέγνωσε τη γλώσσα, της αναπνιάς πλοκάμια, μάργωσε τα στήθη…
Δυο υπέροχα ποιήματα – τραγούδια του Γ. Δροσίνη, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μιχάλη Κουμπιό
Ο Νέλσον Μαντέλα υπήρξε προσωπικότητα παγκόσμιας ακτινοβολίας, που η αγωνιστική διαδρομή του ενέπνευσε εκατομμύρια αγωνιστές σε όλο τον κόσμο.
Μα πάνω απ’ τη λάσπη που περπατάνε με τα μαστίγιά τους οι μισθοφόροι της νύχτας, κι απάνω απ’ όλες τις φυλακές, πολύ πάνω, ψηλότερα από κάθε άλλη φορά.
– Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!
Αδέλφια μας όλου του κόσμου.
Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.
Και μόλις ο λαός με το αίμα του, με τον ηρωισμό του, με τη θυσία του σήκωσε ψηλά τον ήλιο της λευτεριάς πάνω απ’ την πατρίδα, ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφυγε τσακισμένος ο φασισμός και πλάκωσε σιδερόφρακτος ο ιμπεριαλισμός. Η Αθήνα, που δεν είχε προφτάσει να πλύνει ακόμα το πρόσωπό της από τους καπνούς της μάχης με τους φασίστες καταχτητές βρέθηκε και πάλι ζωσμένη από νέον επίβουλο εχθρό.