Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Υγρή μαυροφορούσα σκιά Στη σκηνή του πολέμου Τραγική Αντιγόνη Τη συνέχεια ζητάς Στην κομμένη κλωστή…”
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η εργατική τάξη στην Ελλάδα γίνεται βήμα-βήμα «τάξη για τον εαυτό της». Ταυτόχρονα, αναδύεται μια προοδευτική διανόηση στο πλευρό της εργατικής τάξης και όσων αγωνίζονται ενάντια στην κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση, τον πόλεμο, το καπιταλιστικό σύστημα, στο πλευρό της ΕΣΣΔ και του σοσιαλισμού.
“…ανάγκη να τα παρατήσεις και να βγεις στους δρόμους και μην κοιτάξεις τίποτε να διασώσεις τώρα που ένα ένα χάσανε το νόημά τους…”
“Σήμερα των Φώτων αγρυπνώ και νηστεύω για όλα τα μαρτύρια του κόσμου…”
“Τα μαύρα πουλιά που τόσα έχουν δει Στους τόπους της σφαγής στους τόπους που δεν άντεξαν των ανθρώπων τον πόνο…”
“Φταις εσύ, που όλα τα ανέχεσαι, το άδικο, τη βία, τα φονικά και στέκεις αδιάφορος για όλα όσα στάζουνε καυτό κερί στην καρδιά του ανθρώπου…”
Στις 29 του Δεκέμβρη 1926, ο ποιητής, ο μεγαλύτερος λυρικός της Γερμανίας από την εποχή του μεσαίωνα, άνοιξε τα φτερά του για να τον δεχτεί ο αδελφός του, ο θάνατος.
“Πού είσαι Χριστέ, τώρα που γεννιέσαι να δεις τα έργα των πλασμάτων που έφτιαξες κατ’ εικόνα και ομοίωσή σου; “