Ήταν βράδυ στου Πειραιά το λιμάνι Κι ένα καράβι έτοιμο για να σαλπάρει Η θάλασσα σαν το χυμένο μαύρο μελάνι […]
“…Δεν πρόλαβε να γευτεί τη λευτεριά που αγαπούσε Για εκείνη που αγωνίστηκε ηρωικά όσο ζούσε. “
“…Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο. Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε, σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε, και από το πακέτο ανάβουν άλλο.”
“Το όνομά σου Κυριακή, όλοι οι δικοί σου χαθήκανε στους αγώνες, τους τιμούσαν συχνά με τελετές και λόγους και στεφάνια, μα εσύ τα σιχαινόσουν όλα αυτά…”
Αποφεύγοντας τα μεγάλα λόγια και τους ύμνους για τον Μίκη Θεοδωράκη, ας αναφερθούμε στην ποίησή του και τους στίχους του, που συναντάμε στα τραγούδια του. Η ποιητική γραφή του στο μουσικό του έργο, ως βίωμα του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, ταυτίζεται με την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Αδημοσίευτη ποίηση, του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα. Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς δεν το πιστεύουν. Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί, καλώς γνωρίζω πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα· πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου…”
“Παιδιά του λαού αυτοί που πέσανε, δε μάθανε γράμματα, δεν είχαν δάσκαλο, γνωρίσανε μόνο το φως και γκρέμισαν τους παλιούς θεούς…”
“Αν θέλεις να με γνωρίσεις έλα και σκύψε απάνω στην αφρικάνικη ψυχή μου· στους στεναγμούς των Νέγρων φορτοεκφορτωτών – στις προκυμαίες – στους ξέφρενους χορούς των Chopes, στις εξεγέρσεις των Shanganas…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη