Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Όλα, βλέπεις, πήγαν καλά κι έτσι κανείς δε φταίει, ούτε ποτέ στο παρελθόν, αλλά ούτε και τώρα. Μάλλον πρέπει να φταίνε τα κομμούνια κι οι γκέι, αυτό το παραμύθι, το είχε πάντα η χώρα…”
Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε όμως, ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…
“Παλιέ μου φίλε της ζωής, της λύπης ίσα με της χαράς στον ίσκιο της μουριάς καινούργια όνειρα αρμαθιάζεις κι ύστερα απ’ τη δουλειά και της δουλειάς τη βράση ξάφνου, στο χορό ρίχνεσαι με την κάμαρη αντάμα ν’ αντέξουμε φωνάζοντας, ν’ αντισταθούμε κι άλλο!”
“…κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας μάς κλέβουν τη ζωή, τι ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει, τι καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι…”
“Έτσι ήτανε πάντοτε ο κόσμος, εύκολος στα λόγια της συμπόνιας και της ανθρωπιάς, μα μέσα του πνιγμένος στον ρατσισμό την κοροϊδία και στον οίκτο για κάθε τι που διαφέρει…”
“Κι άλλες γυναίκες πλένουν τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος λίαν πρωί στη δούλεψή του σκύβουν. Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας…”
“Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος.”
“Όλος τούτος ο λαός που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία, έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους και τώρα ξυπόλητος και γυμνός νοσταλγεί μιαν επιστροφή απ’ την αιχμαλωσία του…”