“Έξω οι φονιάδες θα ποτίζουν με το αίμα τους τα δέντρα, ένας μεγάλος κόκκινος ήλιος, τιμωρός, θα μετράει το ύψος του ανθρώπου…”
“Αν είν’ ο λάκκος σου πολύ βαθύς Χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς”…
“…είδα ανθρώπους να κυνηγάνε το άφθαρτο και το άπιαστο και άλλους πνιγμένους σε μια θάλασσα προλήψεων! Βημάτισα στον καθρέφτη του κόσμου…”
“Εκεί που σμίγει το σκοτάδι Με το πρώτο φως της προσμονής Ίδιο φως των αιώνων Θα βγούμε…”
Και σαν βλέπω το Μίσος πως άντεξε χρόνια, καθάριο μου είναι: Αδράνησα… Δική μου η ευθύνη που επέτρεψα το ανάστημα, ξανά, να υψώσει.
Την ψήφο μου χρειάζονται και είμαι εξουσία, σε μία μονοήμερη, κουτσή δημοκρατία. Απόψε νιώθω δυνατός και όλους τους διατάζω, απ’ αύριο που θα ξεχαστώ, στη χύτρα μου θα βράζω.
Σου δώσαν την εικόνα κάποιου άλλου, τον βάφτισαν αντίπαλο κι εχθρό σου. Σε ντόπαραν με ψεύτικες ελπίδες, να εκτελείς δειλά και να σωπαίνεις.
“Οι εγκληματίες του κέρδους είναι ανίσχυροι καθώς έρχονται πάνοπλα απ’ ομορφιά τα πνιγμένα παιδιά των ονείρων που την φέρνουν πάνω στα φτερά της ιστορίας και του μέλλοντος…”
Στον Άνθρωπο να ορκιστείς που καίει η ψυχή του, που βάφει με το αίμα του, μ’ αίμα την προσευχή του!
“Ύψωσε το λάβαρο της νίκης στον τόπο της ελπίδας κι ας σου λένε «όσο και να φωνάζεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει».”