“Θα βγει πρωί ακούγοντας το κλάμα του περαματάρη, σαν παιδιού αθώο και θ’ ακουμπήσει το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στον ωκεανό Με πανοπλίες γεμάτος έτοιμος για της ζωής του το ταξίδι…”
Ένα τραγούδι σε ποίηση του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι…”
“…16 χρόνια συνολικά σε φυλακές κι εξορίες Κι εναντίον σου 9 απόπειρες δολοφονίας Για τον λαό και την πατρίδα μας θυσίες Η ζωή σου έπλεε πάντα εν μέσω τρικυμίας…”
“Η προσωπίδα της εξουσίας αλλάζει ολοένα, πίσω της δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο! Όσο κι αν βρέχουν οι ουρανοί, όσο κι αν ψάχνουν ένα χέρι μες στη νύχτα, θα γραφτούμε στον κατάλογο «αγνοούμενοι» μέσα σ’ ένα μαύρο τετράγωνο…”
Το πλοίο φεύγοντας για την Κρήτη, έμοιαζε, ερήμην του, με βρόμικο χαρτονόμισμα πάνω στη θάλασσα…
Ήταν βράδυ στου Πειραιά το λιμάνι Κι ένα καράβι έτοιμο για να σαλπάρει Η θάλασσα σαν το χυμένο μαύρο μελάνι […]
“…Δεν πρόλαβε να γευτεί τη λευτεριά που αγαπούσε Για εκείνη που αγωνίστηκε ηρωικά όσο ζούσε. “
“…Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο. Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε, σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε, και από το πακέτο ανάβουν άλλο.”
“Το όνομά σου Κυριακή, όλοι οι δικοί σου χαθήκανε στους αγώνες, τους τιμούσαν συχνά με τελετές και λόγους και στεφάνια, μα εσύ τα σιχαινόσουν όλα αυτά…”