“Ο βλάκας, πανηγύριζα στο τέλος, δεν έβλεπα πως πιόνι ήμουν σε σκάκι, και άρχισε μια νέα τρομοκρατία, τι έγινε μετά το Ναγκασάκι;”
“Τι ζητάς εσύ εδώ που ντύθηκες το μίσος και τον πόλεμο, το κέρδος και την απάτη;”
“Οι πωλητές δεν έχουν φθάσει στο τέλος της εκποίησης! Οι ταξιδιώτες δεν είναι ανάγκη να ορίσουνε την προμήθειά τους από τόσο νωρίς!”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“Όλα, βλέπεις, πήγαν καλά κι έτσι κανείς δε φταίει, ούτε ποτέ στο παρελθόν, αλλά ούτε και τώρα. Μάλλον πρέπει να φταίνε τα κομμούνια κι οι γκέι, αυτό το παραμύθι, το είχε πάντα η χώρα…”
Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε όμως, ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…
“Παλιέ μου φίλε της ζωής, της λύπης ίσα με της χαράς στον ίσκιο της μουριάς καινούργια όνειρα αρμαθιάζεις κι ύστερα απ’ τη δουλειά και της δουλειάς τη βράση ξάφνου, στο χορό ρίχνεσαι με την κάμαρη αντάμα ν’ αντέξουμε φωνάζοντας, ν’ αντισταθούμε κι άλλο!”
“…κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας μάς κλέβουν τη ζωή, τι ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει, τι καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι…”
“Έτσι ήτανε πάντοτε ο κόσμος, εύκολος στα λόγια της συμπόνιας και της ανθρωπιάς, μα μέσα του πνιγμένος στον ρατσισμό την κοροϊδία και στον οίκτο για κάθε τι που διαφέρει…”
“Κι άλλες γυναίκες πλένουν τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος λίαν πρωί στη δούλεψή του σκύβουν. Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας…”