“Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς” είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν…”
Ο Βασίλης Κυριάκου υποστηρίζει το ποιητικό του επιχείρημα, καθώς αναπτύσσει τη σχέση ομιλητή – αναγνώστη στη βάση μιας πρόθεσης να επικοινωνήσει αυτή τη θέση. Θέλει τον αναγνώστη να βρίσκεται εκεί, δίπλα του, μαζί του και όταν/αν βρεθεί απέναντι, τότε με αναλογισμό, με προβληματισμό.
“Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει Και δεν την υποψιάζεται ακόμα…”
“Έκανες περιοδείες κι έβγαζες λόγους στα γύρω χωριά Και σ’ αγκάλιαζαν με θέρμη άνδρες, γυναίκες και παιδιά Κι οι τσιφλικάδες οργίζονταν και φρούμαζαν σαν ταύροι Κι έχυναν πύο απ’ την ψυχή τους την άραχλη και μαύρη…”
“κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση κι ας καρπωθούνε ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι, μέσα στη μέθη του κέρδους δεν θα υποψιαστούν την αγάπη μας, την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε σταγόνα – σταγόνα χύνοντας, το αίμα μας.”
“μην περιμένεις, αγάπη μου, να σε φιλήσω, δεν έχω σώμα, τώρα έγινα αριθμός…”
“Τύφλωση για το μυαλό, για τ’ αυτιά και για τα μάτια, μ’ ένα ψέμα απατηλό, για του αφέντη την πραμάτεια…”
Κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή και αμέσως μετά οι συγκεντρωμένοι βροντοφώναξαν: «Το έγκλημα αυτό δεν θα ξεχαστεί, όλων των νεκρών να γίνουμε φωνή»
“…θα μυρίζουν οι ντομάτες απ’ τον κήπο και θα λάμπουμε στο φως των ημερών. Ναι, το ξέρω πως θα γίνουν όλα αυτά, Μα θα είμαι εξήντα τέσσερα χρονών…”
Στις αμμουδιές του Ομήρου γεννημένος Κι ως τον δικό μας βούρκο αναστημένος