“Τι να τους κάνω τους στίχους σας; Προσμένω να ιδώ φεγγάρια να πέφτουν στα βάραθρα Κόσμο σακάτη ν’ αρματώνεται μ’ αχτίνες Περιμένω την εποχή ν’ αλλάξει φόρεμα Περιμένω έναν κατακλυσμό να ξεδιψάσω Τις σάλπιγγες που δεν ανέχεται η ακοή σας…”
“Τώρα όμως, σπάνε τη σιωπή τους τώρα πατάνε στέρεα στη γη στ’ οργωμένο χώμα Κι η φύση χαίρεται, στολίζεται κι όλο ομορφαίνει…”
“- Άκου, παιδί μου εσύ, Γιαννιά, μη μας ντροπιάσεις τη γενιά. Έχεις γυναίκα που είναι νια κ’ έχεις κοπέλα παρανιά· δώσε σε μας μια μαχαιριά κ’ ύστερα βάλε μας φωτιά· και μες στην πρώτη την αυγή πετάξου εσύ μες στη σφαγή!”
Όλα τα παιδικά μου παράπονα στον καπνό του πρωινού τσιγάρου, μαύρες μέρες, η πόλη σκοτεινή, μοναξιά, κάποιος αγκαλιάζει το άγαλμα στο πάρκο και κλαίει… Ποια η αρχή και ποιο το τέλος;
“Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόϊ, κι όλα σας, κ’ η χαρά σας, μοιρολόϊ πικρό κι αργό· μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης, στενόκαρδος, αδούλευτος, – διαβάτης μ’ εσάς κ’ εγώ…”
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Το εμβληματικό ποίημα γράφτηκε στη Μακρόνησο από τον εξόριστο Μ. Λουντέμη. Στο κολαστήριο της Μακρονήσου βρέθηκε εξόριστος, μαζί με χιλιάδες άλλους κομμουνιστές και αγωνιστές, και ο Λάζαρος Κυρίτσης, που πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή στα 102 του χρόνια.
“Κοκκινίσετε λοιπόν όμοια με της σημαίας μου το ύφασμα τέτοιον έπαινο ακούγοντας κι ας πα’ να ‘σαστε σεις δέκα φορές που λέει ο λόγος οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής…”
“«Μην καρτεράτε να λυγίσουμε» Βροντοφώναζες στους διώκτες σου Μ’ ορμή σθεναρή, «Μήτε για μια στιγμή» Και συθέμελα δονούσε η φυλακή…”
Αφιερωμένο στον Βλαδίμηρο Ιλίτς Λένιν