Στην ερημιά της θάλασσας σαλπάρω μήνα Μάρτη με τσακισμένα τ’ άρμενα κι ένα γερτό κατάρτι…
Σαν σήμερα, η δεκαεφτάχρονη ΕΠΟΝίτισσα Ηρώ Κωνσταντοπούλου, μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια, πέφτει νεκρή από τις σφαίρες των Γερμανών καταχτητών. Αυτό είναι το ποίημα που έγραψε στην απομόνωση, λίγο πριν εκτελεστεί:
“Ο Χάρης Γαντζούδης ξέρει να χάνει, αφού κάνει τον πόνο του χωρισμού του στίχο. Ποίημα. Δυνατά, χωρίς φόβο, περιγράφει το σώμα του, την ψυχή του, πριν και μετά. Οι στίχοι του καθαροί, ζουν τις στιγμές και τις ώρες της μοναξιάς. Προίκα της άγνωστης ζωής μας. Βάλσαμο της μοίρας μας;”
Αν διαβάσει κανείς τα ποιήματα του Στέλιου Δουμένη θα συναντήσει γνώριμα στοιχεία: το λυρισμό του Πορφύρα, την καυστικότητα του Σουρή και την αιχμηρότητα του Βάρναλη, την αμεσότητα του Αγγουλέ και την τρυφερότητα του Ρίτσου. Όχι ομως σαν “επιρροές”, αλλά σαν κοινούς τόπους και τρόπους έκφρασης, καθώς ο Δουμένης έχει τη δικιά του αυθεντική φωνή.
“…Εμείς, έτσι θωρούμε και χαιρόμαστε την επιβλητικήν, ιερή μορφή σου, που έγινε Θρύλος, Δόξα κ’ Αιωνιότητα, γιόμισε τους αιθέρες, την Απόσταση, κ’ έγινε απέραντη του Κόσμου…”
Από την Πέργαμο ως τη Σμύρνη ένα τσιγάρο ο δρόμος και γύρω σχήματα από στάχτη…
Τα «Κόκκινα πουλιά», περισσότερο από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Π. Κατσίκα αποτελούν μια συζήτηση του ποιητή με τον κόσμο που μας περιβάλλει, μια ουσιαστική τοποθέτησή του απέναντι σε θέματα, κοινά μεν αλλά φλέγοντα, της σύγχρονης ζωής.
Στη λήθη του καιρού πες μου τι μένει; Μια μνήμη για ‘να πάθος τρομερό! Ο Πάρις μοναχά και η Ελένη, ξεδίψασαν μ’ αθάνατο νερό…
“Σε ποιον να δώσω το δάκρυ μου να πιει; Διψούν οι βρύσες για νερό, ο ήλιος σταυρώνεται τρυπημένος με καρφιά. Ο πιο άγριος άνεμος μας παρασέρνει στα παραπήγματα…”
“Πάρε με κι εσύ αγαπημένη στην αγκαλιά σου να αντέξουμε της στεριάς τα κύματα
να τα γαληνέψουμε”