Στη λήθη του καιρού πες μου τι μένει; Μια μνήμη για ‘να πάθος τρομερό! Ο Πάρις μοναχά και η Ελένη, ξεδίψασαν μ’ αθάνατο νερό…
“Σε ποιον να δώσω το δάκρυ μου να πιει; Διψούν οι βρύσες για νερό, ο ήλιος σταυρώνεται τρυπημένος με καρφιά. Ο πιο άγριος άνεμος μας παρασέρνει στα παραπήγματα…”
“Πάρε με κι εσύ αγαπημένη στην αγκαλιά σου να αντέξουμε της στεριάς τα κύματα
να τα γαληνέψουμε”
“Της Ιστορίας τα απόνερα που όταν μαζευτούν, δε θα βρεθεί κανένας να ξεπλύνουν. Τα φανερά και τα κρυφά, όλα θα μαθευτούν, τα θύματα, τους θύτες θα τους κρίνουν…”
Η μοναξιά της ποίησης είναι η ακατάσχετη οδύνη των γενναίων αναζητητών της πραγματικής αλήθειας. Των ριψοκίνδυνων ανατόμων του νου και της ψυχής που μάχονται νύχτα – μέρα για την ανάσχεση και για την ανατροπή τούτης της επικρατούσας κατάστασης της μετριότητας του φαίνεσθαι.
«…Βλέπω το τέρας. Είμαι κομμάτι του συστήματος. Υπέγραψα το συμβόλαιο. Μόλις τώρα διαβάζω το υπόλοιπο. Αυτό το μπουλόνι ανήκει σε μια βόμβα. Αυτό το μπουλόνι είμαι εγώ. Πώς δεν το είδα…» Ποίημα του φιλειρηνιστή Ισραηλινού πυρηνικού τεχνικού Μορντεχάι Βανούνου, που… ως εχθρός της πατρίδας του υπέστη διωγμούς, πολυετή φυλάκιση, και περιορισμούς που συνεχίζονται ως τις μέρες μας…
Ιδρώτας μες τα μάτια μου, κάρβουνο στα ρουθούνια, Και μια σταγόνα ουρανός για τους απελπισμένους, Μυρίζει νομοτέλεια, άνθρωποι και γουρούνια, Παράλογο κι αθώωση στους καταδικασμένους.
“Ανάβω το καντήλι της μνήμης με λάδι από το Ικόνιο, έναν αιώνα τώρα… Τα δυο τα φίδια που με κρατάγανε, οι Αγγλογάλλοι, μου έφαγαν τα δάχτυλα, μα εγώ ολονυχτίς τ’ ανάβω…”
Σαν σήμερα, στις 4 του Αυγούστου 1991, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Και δεν θα σταματήσω να πορεύομαι μήτε στιγμή στις ένθερμες μέρες και στις παθιασμένες νύχτες, μέχρι να διεισδύσει στις φλέβες μου όλη η αλκή τούτου του ανεξάντλητου καλοκαιριού…